Τα Φεστιβάλ Μπύρας είναι μια όμορφη κολλεκτιβιστική αντίληψη για το μπυροειδές προτσές και ειναι ιδιαιτέρως αγαπητά στην φωτισμένη Εσπερία. Αντιθέτως, στην Ελλάδα εμπίπτουν στην γενικότερη κατηγορία των πανηγυριών, μολονότι και μόνο η εμφάνισή τους εσχάτως είναι δείγμα της διείσδυσης της μπύρας στην συνείδηση του βαλκάνιου νεο-Ελληνα.
Βρεθήκαμε λοιπόν στο 34 Φεστιβάλ Μπύρας του Cambridge, όπου δοκιμάσαμε μπύρες, θαυμάσαμε την οργανωτική ικανότητα των Εγγλέζων και παρατηρήσαμε πράγματα που μας έκαναν να σκάσουμε απο ζήλια.
Καταρχήν να πούμε ότι σε αντίθεση με το περασμένο μας ποστ, δεν συναντήσαμε ούτε έναν μεθυσμένο Άγγλο. Αντιθέτως, συναντήσαμε ανθρώπους όλων των ηλικιών, φυλών, κοινωνικών τάξεων, να απολαμβάνουν το αγαπημένο τους ποτό με εκπληκτική τάξη, ευγένεια και κουλτούρα, χωρίς κανείς να στραβοκοιτά ή να στραβοπατά τον άλλον, χωρίς να του τρώει την σειρά και χωρίς να φωνασκεί. Την λέξη κουλτούρα την τονιζουμε και την επαναλαμβάνουμε. Μπορεί οι μπύρες τους να μην είναι του γούστου μας, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι βρισκόμασταν σε σοβαρό φεστιβάλ μπύρας και όχι σε πανηγύρι.
Δεν είδαμε μεταμοντέρνα Ουκρανικά μπαλέτα, ούτε ακούσαμε τσιφτετέλια, όπως αλλού (ο νοών νοείτω). Δεν υπήρχαν πλαστικές καρέκλες τύπου "του γύφτου", ούτε άθλια πλαστικά ποτηράκια. Το φροντισμένο πρόγραμμα με πληροφορίες για όλες τις μπύρες του Φεστιβάλ και επιλεγμένα άρθρα για την παραγωγή τους ξεκαθάριζε την "ταυτότητα" του Φεστιβάλ και επικύρωνε την σοβαρότητα των διοργανωτών του.
Το σημαντικότερο όμως είναι άλλο. Όλες σχεδόν οι μπύρες, οι οποίες προσέφεραν μια αντιπροσωπευτική γκάμα της παραγωγής όλης της Βρετανίας, ήταν from cask, ή αλλιώς draft, δηλαδή βαρελίσιες. Δεν ήταν σε μπουκάλι. Και εδώ είναι η ουσία ενός φεστιβάλ: να μπορεί να προσφέρει την μπύρα στην καλύτερη δυνατή μορφή της, δηλαδή σε βαρέλι και σε σωστή θερμοκρασία... Οι επισκέπτες λοιπόν είχαν την δυνατότητα να δοκιμάσουν όσες μπύρες ήθελαν σε μικρή ποσότητα (half-pint), όπως ακριβώς γίνεται στις εκδηλώσεις οινογευσίας. Δεν υπήρχε τίποτα που να παραπέμπει σε ποτό χαμηλότερης αισθητικής και υποδεέστερων κοινωνιολογικών σημαινομένων σε σχέση με το κρασί. Και αυτό μας άρεσε πολύ. Μακάρι να το δούμε κάποτε και στην Ελλάδα.
Δοκιμάσαμε λοιπόν αρκετές σπάνιες μπύρες, όλες απο βαρέλι. Ξεχωρίσαμε τις εξής:
White Dwarf (wheat beer, 4,3%)
Spectrum Blinder (barely wine, 8,5%)
Old Black Dragon (barely wine, 8,5%)
Η τελευταία αυτή ήταν σκέτη αποκάλυψη. Εξαιρετική μπύρα, σκοτεινή, φρουτώδης, μεστή και σύνθετη, ταίριαξε μοναδικά με το αγγλικό καπνιστό τσένταρ που επιλέξαμε για συνοδεία και επιβεβαιώσε την άποψή μας ότι αυτή η χώρα διαθέτει σπουδαία πράγματα, τα οποία όμως απαιτούν πολύ κόπο και προσπάθεια για να φανούν πίσως από τις εκατοντάδες ale.
Εντύπωση μας έκανε η φιλικότητα και το μεράκι της οργανωτικής επιτροπής, η οποία αποτελούνταν από εθελοντές-εραστές της μπύρας, αλλά και η προσπάθειά τους να αποθαρρύνουν τους οδηγούς απο την κατανάλωση έστω και ενός pint παραπάνω. Μεράκι, γνώση, αισθητική και κοινωνική ευαισθησία λοιπόν, σε ένα μικρό φεστιβάλ που πολύ θα θέλαμ να λειτουργούσε ως πρότυπο για τα καθ'ημάς...
Υ.Γ. Από σήμερα καθιερώνουμε την βαθμολόγηση των μπυρών που δοκιμάζουμε, με ειδική σήμανση η οποία, εχμ, δεν χρειάζεται πολλές εξηγήσεις:
=
μετριότητα και πλέον ουδέν, ελαφρώς καλύτερη από... Χαϊνεκεν (Apage Satana).
=
καλούτσικη, θα την πίναμε σε κατάσταση απελπισίας.
=
καλή και λίγα λόγια.
=
πολύ καλή, κλασσική, δοκιμασμένη και πολυαγαπημένη.
=
θεϊκή και θεσπέσια ή αλλιώς 'Θέλω να γίνω μοναχός'. Εδώ έχουμε μπύρες από Westmalle, Gouden Carolus, Rochefort 10 και πάνω.