Παρασκευή, Αυγούστου 1

Φλάνδρα και Κουλτούρα

Η Φλάνδρα δεν βγάζει μόνον μπύρες. Έχει και έναν δυό γερούς συγγραφείς. Ένας ειναι ο Ούγκο Κλάους (βλ. το μυθιστόρημά του  Θλίψη του Βελγίου, εκδ. Καστανιώτης). νας άλλος ο Μωρίς Μαίτερλινκ.

Η κάτωθι βιβλιοκριτική από την σημερινή Ελευθεροτυπία είναι ένα ιντερλούδιο στις μπυροπλανήσεις μας.

Διότι ότι πίνουμε μπύρες δεν σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε από κουλτούρα. Άλλωστε οι γκόμενες θέλουν και λίγη διανόηση (προφανέστατα όχι όλες βεβαίως). Όταν λοιπόν σας την πει κάποια για τις μπύρες σας, κολλήστε την στον τοίχο με μια παραπομπή στον Μαίτερλινκ.

 

Η αναζήτηση του υπερβατικού εγώ

«Η ψυχή δεν θα μπορούσε να δει το κάλλος αν δεν ήταν ωραία η ίδια»

 MAURICE MAETERLINCK

Ο θησαυρός των ταπεινών

ΜΤΦΡ.: ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ

«PRINTA»

ΣΕΛ. 176, ευρώ 15,68

 

Η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που συναντώ στα έργα της φλαμανδικής ζωγραφικής του 15ου αιώνα, όπου η εμπνευσμένη σύλληψη, η πλούσια χρωματική γκάμα και η εκφραστική λεπτότητα συμπράττουν στη δημιουργία ενός φωτεινού κόσμου, μοιάζει να βρίσκει την ακριβή αντιστοίχισή της στα παρόντα δοκίμια του Μορίς Μάτερλινκ. (Εχω στον νου μου, κυρίως, τον «Ευαγγελισμό», του Βαν ντερ Βάιντεν, και την «Προσκύνηση του Μυστικού Αμνού», του Γιάν Βαν Αϊκ, το πολύπτυχο που κοσμεί τον καθεδρικό ναό της Γάνδης, γενέτειρας του Μάτερλινκ.)

 

Ο Βέλγος νομπελίστας Μορίς Μάτερλινγκ (1862-1949) υπήρξε πράγματι γνήσιο τέκνο της φλαμανδικής παράδοσης, αλλά η ζωή του στη Γαλλία και η γαλλική κουλτούρα τον βοήθησαν να συνδυάσει με αξιοσημείωτη επάρκεια τα δυο βιώματα, ώστε να διανοιχθεί σ' έναν ευρύτερο πλούτο πνευματικών συλλήψεων. Αν και ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου, ο κύριος κορμός της εργασίας του αποτελείται από είκοσι τόμους δοκιμίων και τριάντα θεατρικά έργα. Η παρούσα έκδοση (13 δοκίμια, που «αρδεύουν» από ιδεαλιστικά και μεταφυσικά πεδία) φέρει τη σφραγίδα της επίδρασης μεγάλων μυστικιστών της Φιλοσοφίας και της Λογοτεχνίας, οι οποίοι προωθούν τη σκέψη του σε χώρους δύσβατους και ανοίκειους για την κλασική ορθολογιστική αντίληψη. Ο Σβέντεμπορ, ο Εμερσον, ο Νοβάλις, ο Ρέσμπουργκ, ο Πλωτίνος είναι οι πιο φανερές του συγγένειες.

 

Για την «ουσιώδη ζωή» μιλάει ο Μάτερλινκ και το «μύχιο κάλλος» της ψυχής, για εκείνη την εσωτερική ελευθερία που, αν και ζει στο επέκεινα της τρέχουσας πραγματικότητας, δίνει το άρωμά της στα ίδια τα πράγματα. Αυτή η ουσιώδης εσωτερική ζωή αποτυπώνει την καθολική ομορφιά του «υψηλού» στην οντολογική του έννοια, το ακηλίδωτο πρόσωπο που στρέφεται προς το θείο και το αναγνωρίζει διότι αποτελεί μέρος του και αντανάκλασή του. «Στο θείο πιστεύουν αυτοί που είναι οι ίδιοι θεϊκοί», υποστηρίζει ο Χέλντερλιν και ο Μάτερλινκ συγκλίνει με τον μεγάλο Γερμανό ρομαντικό, επαναφέροντας μια φράση του Πλωτίνου: «η ψυχή δεν θα μπορούσε να δει το κάλλος αν δεν ήταν ωραία και η ίδια, γι' αυτό ο άνθρωπος πρέπει ν' αρχίζει από το να γίνεται όμορφος για να κερδίσει τη θέα του κάλλους και της θεότητας».

 

Το έργο του Μάτερλινκ εκφράζει τον ανθρώπινο πόθο για το ασύλληπτο και το αδιανόητο, το άρρητο και το εξωλεκτικό, εκεί όπου η σιωπή προσκαλεί τη φανέρωση του «θείου» λόγου και η υπέρβαση του έλλογου οδηγεί στον ενορατικό φωτισμό. Οταν για έναν τέτοιο συγγραφέα (ένα αληθινά ανήσυχο πνεύμα) το ζητούμενο είναι η εξωκειμενική πραγματικότητα (το καθαρό βίωμα, όπως το εννοούσε ο Κόλεριτζ), τότε είναι σε θέση να εισχωρήσει στο αληθινό κέντρο της γλώσσας, για να συγκροτηθεί, ως γράφων, από ένα άλλο επίπεδο δημιουργικής έκφρασης.

 

«Ενα πράγμα έχει σημασία, η αναζήτηση του υπερβατικού εγώ μας», σημειώνει ο Νοβάλις, παραθέτοντας την ποιητική της δικής του μεταφυσικής, η οποία μοιάζει να αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο και για τη σκέψη του Μάτερλινκ. Η φράση αυτή του Γερμανού ποιητή προσδιορίζει (έμμεσα ή άμεσα) όλα τα κείμενα του παρόντος βιβλίου, καθώς ωθεί τον αναγνώστη να εισχωρήσει σε μια άλλη διάσταση, η οποία δεν περιγράφει ένα «αλλού» (όπως συχνά έχει υιοθετηθεί από την επιπόλαια μεταφυσική σκέψη), αλλά ένα «αλλιώς». (Αυτή η υπέρβαση, νομίζω παρουσιάζεται πολύ εύγλωττα από τον Ελύτη στο ποίημα Ο Αγράμματος και η Ωραία: ο στίχος «αλλιώς ωραία» μεταφέρει την ακριβή αίσθηση ενός βλέμματος που κοιτάζει τον κόσμο από άλλο επίπεδο, εκεί όπου το βλέπειν και το αντικείμενό του συνδέονται μέσα στο όντως ον).

 

Κατά τον Μάτερλινκ, οι μυστικιστικές αλήθειες διαθέτουν ένα προνόμιο που δεν συναντάμε στις καθημερινές αλήθειες: ούτε γερνάνε ούτε πεθαίνουν. Αυτό ακριβώς αποδεικνύει την «αιωνιότητά τους», τη φωτεινή τους προέλευση. Οι θέσεις του Βέλγου συγγραφέα αντιπαρατίθενται φανερά σε ολόκληρο τον Διαφωτισμό, που θεωρεί ότι ο καρπός της ανθρώπινης γνώσης είναι αρκετός για να μας απελευθερώσει από τις μάταιες θεολογικές αναζητήσεις (και τις ψευδαισθήσεις), οι οποίες μπορεί μεν να απαλύνουν την απελπισία μας σε σχέση με το πρόβλημα του θανάτου, πλην δεν βοηθούν στην ωρίμανση και την αυτοδιαχείρισή μας. Ο Μάτερλινκ ωστόσο, παρακάμπτοντας επιδέξια τον δυτικό ορθολογισμό, προτείνει την κατάφαση με το θείο, όχι ως παραίτηση από την ανθρώπινη ευθύνη, αλλά ως την ανάληψη εκείνης ακριβώς της ευθύνης που θα «συμπράξει» με μια ανώτερη ζωή, για να γεννήσουν μαζί τη ριζική μετουσίωση και μεταλλαγή όλων των ψυχικών δομών του ανθρώπου.

 

Ο Μάτερλινκ είναι ένας ιεροκήρυκας του αγαθού, κάποιος που αρνείται να δεχτεί τη σκοτεινή ανθρώπινη φύση, και που, ακριβώς σαν τους αγίους, διά της μη μετοχής στην υπαρκτική διάσταση του κακού, προβαίνει στην ολοσχερή κατάργησή του. Υπό την έννοια αυτή, ακολουθεί όλη τη μυστική θεολογία των χριστιανών Πατέρων, αλλά αυτό επίσης σημαίνει ότι στο έργο του το πρόβλημα του κακού παραμένει άλυτο, χωρίς τη διαδρομή της αυτοσυνειδησίας (με την οποία ασχολείται εσχάτως η επιστήμη της Ψυχανάλυσης). Ο άνθρωπος βρίσκεται διαχωρισμένος σε «εξωτερικό» και «εσωτερικό», διαβάζουμε (εδώ, ταιριάζει η φράση του Εκεχαρτ: «στον Χριστό υπήρχε ο εσωτερικός και ο εξωτερικός άνθρωπος και ο εσωτερικός παρακολουθούσε τα γιγνόμενα, ακίνητος και αποχωρισμένος»), έτσι ο δυϊσμός πνεύματος-ύλης έρχεται για άλλη μια φορά στο προσκήνιο.

 

Σκέφτομαι αυτή τη στιγμή τον Μούζιλ, ο οποίος γράφει (στον «Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες») ότι η χριστιανική διάκριση αμαρτημάτων - ψυχής τού θυμίζει τον Μακιαβέλι που φρόντιζε να χωρίζει τον σκοπό από τα μέσα. («Εκείνος που χωρίζει την ψυχή από τα αμαρτήματά της είναι, με την αστική έννοια, αμοραλιστής».) Εδώ, όμως, με τη χρήση του όρου «ψυχή», ο Μάτερλινκ δεν εννοεί μια ατομικότητα, έναν καταμερισμό της ουσίας, αλλά την ίδια τη συλλογική ψυχή, την τέλεια εικόνα του καθολικού Ανθρώπου, η οποία είναι ενωμένη με τον Θεό, στην τέλεια φύση της. Αναφέρεται δηλαδή (για να χρησιμοποιήσω θεολογικές σημάνσεις) στην προ της «πτώσεως» ανθρώπινη κατάσταση, τη συνυφασμένη με την εικόνα του Παραδείσου, στην οποία το ον προσκαλείται συνειδητά να επιστρέψει, για να ενδυθεί ξανά την αληθινή του ύπαρξη. (Οι άγγελοι του Σβέντεμποργκ κυκλοφορούν με φυσικότητα στα κείμενα του Μάτερλινκ).

 

Αρα, αυτή ακριβώς η καθολική ψυχή, που δεν βαρύνεται από τα ημαρτημένα της προσωπικότητας, συγκροτεί την κρυστάλλινη διαύγεια του Είναι, το φιλοσοφικό όντως ον. Το ερώτημα είναι με ποιον τρόπο, ως ουσία, ενεργοποιείται μέσα στην ίδια την ύπαρξη, τον ατομικό άνθρωπο. Με την ευγένεια, την αγάπη, την ελευθερία, τον σεβασμό, τη λεπτότητα του βλέμματος, απαντά ο Μάτερλινκ, συνδέοντας την καταγωγή του αγαθού με τη συνειδητοποίηση του απείρου και προτείνοντας τον «πρακτικό» τρόπο της εκδήλωσής του, διαμέσου των ποιοτήτων εκείνων που αποτελούν τα κατηγορήματα του θείου. «Είμαστε θεοί που αγνοούν τον εαυτό τους», σημειώνει, υποστηρίζοντας το εφικτό «μιας ανώτερης ζωής», εκεί όπου «το κάλλος είναι η μόνη γλώσσα των ψυχών». Διότι το ανθρώπινο πλάσμα μπορεί, με ελεύθερη εκλογή, να δημιουργήσει εαυτόν ως μια ηθική προσωπικότητα, που φιλοξενεί εντός της, όχι μονάχα το εγώ αλλά και το ιδεώδες. Ετσι, η φωνή του υπερβατικού εγώ μπορεί να κάνει φανερή την «αόρατη καλοσύνη» και την ύψιστη ομορφιά των μικρών στιγμών της καθημερινής πραγματικότητας, εμποτίζοντας τα πάντα με φως. Αν λοιπόν αυτή η «ανώτερη ζωή» δεν μπορεί να κερδηθεί παρά μέσα από τη συλλογική ψυχή (την ενιαία ψυχή του Ολου Ανθρώπου) τότε η απάντηση βρίσκεται στην έξοδο από το εγώ και στη συνείδηση της Ολότητας, που εκφράζει και την έννοια του θεϊκού.

 

Ισως το ερώτημα του Νοβάλις, το οποίο επαναδιατυπώνεται στο παρόν βιβλίο, να αποτελεί το επιστέγασμα της σκέψης του Βέλγου συγγραφέα, για να έρθει στο φως ο καρπός μιας ευρύτερης ανησυχίας, που θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της ανθρώπινης αντίληψης: «Τώρα η ψυχή σαλεύει μόνο εδώ κι εκεί. Πότε, επιτέλους, θα κινηθεί ολόκληρη και πότε η ανθρωπότητα θα αρχίσει να συνειδητοποιεί συλλογικά;» Πρέπει να περιμένουμε υπομονετικά να διαμορφωθεί αυτή η ανώτερη συνείδηση, απαντά ο Μάτερλινκ. Προσθέτω: αυτή η ανώτερη συνείδηση δεν θα έχει ανάγκη από καμιά θρησκεία για να υπάρξει, διότι αφού θα μετέχει στην ουσία, θα αποτελεί τη σύνθεση όλων των θρησκειών, των ιδεών, των πνευματικών τάσεων, σαν ένα ανθρώπινο μωσαϊκό πνευματικότητας που συνάντησε το καθολικό του πρόσωπο, για να το εκδηλώσει ως Ολον, έτσι ακριβώς όπως το οραματίστηκε η Φιλοσοφία και το ρομαντικό κίνημα.

 

 

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ

 

 

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/08/2008