Πέμπτη, Μαΐου 31

Old Gold: Εισαγωγή από τη Σουηδία

Φέρει τη φιλόδοξη ονομασία Old Gold και πωλείται στο μαγαζάκι του IKEA – όπου βρέθηκα προκειμένου να αγοράσω μια βιτρίνα για τα μπυροπότηρά μου- με τα παραδοσιακά σουηδικά προϊόντα. Είναι σουηδική pils και η φιάλη των 330 ml κόστισε 1,15 ευρώ.

Η Σουηδία έχει την τύχη να βρίσκεται στη Σκανδιναβία, όπερ σημαίνει ότι έχει γεωγραφική εγγύτητα με τη Δανία και τη Βαλτική, τόπους όπου ευδοκιμεί ένα είδος μπύρας άγνωστο σ’ εμάς, αλλά προσφιλές στο ευρωπαϊκό μπυροφιλικό κοινό, η porter, (σκουρόχρωμη ale, με καφέ μάλτο που ξεκίνησε από την Ιρλανδία και βρήκε απήχηση στη βόρεια Ευρώπη).

Παρά ταύτα, η Old Gold είναι μια pils, και έτσι, όντας προκατειλημμένος με το είδος, έσπευσα αμέσως να καταδικάσω την οσμή της, που είναι άχρωμη και θυμίζει τις μαζικές pils που κυριαρχούν στην ελληνική αγορά. Η συνέχεια όμως ήταν καλύτερη. Παγωμένη στους 2-3 βαθμούς Κελσίου, με ένα ανεπαίσθητο 5% σε αλκοόλ, κατέβηκε ευχάριστα, σε μια ημέρα με υψηλή θερμοκρασία που «τραβούσε» πολλά υγρά... Θα ήθελα να καταθέσω με πάσα βεβαιότητα την άποψή μου πως ξεπερνά τις πολυεθνικές ετικέτες της Αθηναϊκής Ζυθοποιΐας, αλλά και τις εμπορικές ελληνικές, παρόλο που το ratebeer τη βυθίζει στο καταδικαστικό 20%. (στη Heineken βάζει 10%, οπότε δικαιώνομαι!).

Απ’ ό,τι ανακάλυψα στο Διαδίκτυο, μάλλον αποτελεί προϊόν αποκλειστικότητας του IKEA, τουλάχιστον εκτός Σουηδίας. Εντάξει, είναι σίγουρο ότι δεν θα τρέξω στο ΙΚΕΑ να αγοράσω καφάσια Old Gold, αλλά αν ποτέ ξαναβρεθώ εκεί τη θερινή περίοδο, ίσως να πάρω καμία-δύο Σουηδέζες για δροσιά στις ζεστές καλοκαιρινές μέρες...


Κυριακή, Μαΐου 27

Περί Μπυροφεστιβάλ

Τα Φεστιβάλ Μπύρας είναι μια όμορφη κολλεκτιβιστική αντίληψη για το μπυροειδές προτσές και ειναι ιδιαιτέρως αγαπητά στην φωτισμένη Εσπερία. Αντιθέτως, στην Ελλάδα εμπίπτουν στην γενικότερη κατηγορία των πανηγυριών, μολονότι και μόνο η εμφάνισή τους εσχάτως είναι δείγμα της διείσδυσης της μπύρας στην συνείδηση του βαλκάνιου νεο-Ελληνα.

Βρεθήκαμε λοιπόν στο 34 Φεστιβάλ Μπύρας του Cambridge, όπου δοκιμάσαμε μπύρες, θαυμάσαμε την οργανωτική ικανότητα των Εγγλέζων και παρατηρήσαμε πράγματα που μας έκαναν να σκάσουμε απο ζήλια.

Καταρχήν να πούμε ότι σε αντίθεση με το περασμένο μας ποστ, δεν συναντήσαμε ούτε έναν μεθυσμένο Άγγλο. Αντιθέτως, συναντήσαμε ανθρώπους όλων των ηλικιών, φυλών, κοινωνικών τάξεων, να απολαμβάνουν το αγαπημένο τους ποτό με εκπληκτική τάξη, ευγένεια και κουλτούρα, χωρίς κανείς να στραβοκοιτά ή να στραβοπατά τον άλλον, χωρίς να του τρώει την σειρά και χωρίς να φωνασκεί. Την λέξη κουλτούρα την τονιζουμε και την επαναλαμβάνουμε. Μπορεί οι μπύρες τους να μην είναι του γούστου μας, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι βρισκόμασταν σε σοβαρό φεστιβάλ μπύρας και όχι σε πανηγύρι.

Δεν είδαμε μεταμοντέρνα Ουκρανικά μπαλέτα, ούτε ακούσαμε τσιφτετέλια, όπως αλλού (ο νοών νοείτω). Δεν υπήρχαν πλαστικές καρέκλες τύπου "του γύφτου", ούτε άθλια πλαστικά ποτηράκια. Το φροντισμένο πρόγραμμα με πληροφορίες για όλες τις μπύρες του Φεστιβάλ και επιλεγμένα άρθρα για την παραγωγή τους ξεκαθάριζε την "ταυτότητα" του Φεστιβάλ και επικύρωνε την σοβαρότητα των διοργανωτών του.

Το σημαντικότερο όμως είναι άλλο. Όλες σχεδόν οι μπύρες, οι οποίες προσέφεραν μια αντιπροσωπευτική γκάμα της παραγωγής όλης της Βρετανίας, ήταν from cask, ή αλλιώς draft, δηλαδή βαρελίσιες. Δεν ήταν σε μπουκάλι. Και εδώ είναι η ουσία ενός φεστιβάλ: να μπορεί να προσφέρει την μπύρα στην καλύτερη δυνατή μορφή της, δηλαδή σε βαρέλι και σε σωστή θερμοκρασία... Οι επισκέπτες λοιπόν είχαν την δυνατότητα να δοκιμάσουν όσες μπύρες ήθελαν σε μικρή ποσότητα (half-pint), όπως ακριβώς γίνεται στις εκδηλώσεις οινογευσίας. Δεν υπήρχε τίποτα που να παραπέμπει σε ποτό χαμηλότερης αισθητικής και υποδεέστερων κοινωνιολογικών σημαινομένων σε σχέση με το κρασί. Και αυτό μας άρεσε πολύ. Μακάρι να το δούμε κάποτε και στην Ελλάδα.

Δοκιμάσαμε λοιπόν αρκετές σπάνιες μπύρες, όλες απο βαρέλι. Ξεχωρίσαμε τις εξής:
White Dwarf (wheat beer, 4,3%)
Spectrum Blinder (barely wine, 8,5%)
Old Black Dragon (barely wine, 8,5%)

Η τελευταία αυτή ήταν σκέτη αποκάλυψη. Εξαιρετική μπύρα, σκοτεινή, φρουτώδης, μεστή και σύνθετη, ταίριαξε μοναδικά με το αγγλικό καπνιστό τσένταρ που επιλέξαμε για συνοδεία και επιβεβαιώσε την άποψή μας ότι αυτή η χώρα διαθέτει σπουδαία πράγματα, τα οποία όμως απαιτούν πολύ κόπο και προσπάθεια για να φανούν πίσως από τις εκατοντάδες ale.

Εντύπωση μας έκανε η φιλικότητα και το μεράκι της οργανωτικής επιτροπής, η οποία αποτελούνταν από εθελοντές-εραστές της μπύρας, αλλά και η προσπάθειά τους να αποθαρρύνουν τους οδηγούς απο την κατανάλωση έστω και ενός pint παραπάνω. Μεράκι, γνώση, αισθητική και κοινωνική ευαισθησία λοιπόν, σε ένα μικρό φεστιβάλ που πολύ θα θέλαμ να λειτουργούσε ως πρότυπο για τα καθ'ημάς...


Υ.Γ. Από σήμερα καθιερώνουμε την βαθμολόγηση των μπυρών που δοκιμάζουμε, με ειδική σήμανση η οποία, εχμ, δεν χρειάζεται πολλές εξηγήσεις:
= μετριότητα και πλέον ουδέν, ελαφρώς καλύτερη από... Χαϊνεκεν (Apage Satana).
= καλούτσικη, θα την πίναμε σε κατάσταση απελπισίας.
= καλή και λίγα λόγια.
= πολύ καλή, κλασσική, δοκιμασμένη και πολυαγαπημένη.
= θεϊκή και θεσπέσια ή αλλιώς 'Θέλω να γίνω μοναχός'. Εδώ έχουμε μπύρες από Westmalle, Gouden Carolus, Rochefort 10 και πάνω.

Πέμπτη, Μαΐου 24

Πλατεία Συντάγματος: H δυσωδία της κακής μπύρας


Όσοι έτυχε να περάσουν τις 2-3 τελευταίες μέρες από την Πλατεία Συντάγματος θα είδαν έκει συγκεντρωμένες τις ορδές των Αγγλων οπαδών της Λίβερπουλ. Όσοι πάλι δεν βρέθηκαν, θα είδαν σκηνές από την τηλεόραση. Αυτό όμως που πραγματικά γλίτωσαν όσοι δεν έζησαν από κοντά αυτή τη λαομάζωξη είναι η μπόχα -αναβλύζουσα από κουτάκια πράσινου ή κόκκινου χρώματος- που σαν σύννεφο είχε σκεπάσει το κέντρο της πόλης.

Εξ ου και το καυστικό χωρίο από αθηναϊκή εφημερίδα υψηλής κυκλοφορίας: «Η μία πλευρά της πλατείας μύριζε από το μεσημέρι ιδρώτα και μπίρα -φτηνή σε ποιότητα, πάμφθηνη σε τιμή για τους Αγγλους που την πίνουν σαν νερό».

Πραγματικά, η Αθηναϊκή Ζυθοποΐα ξεπούλησε σε όλη την Αθήνα, από το κέντρο μέχρι το Νέο Ηράκλειο όπου βρέθηκα για να δω τον αγώνα. Φάνηκε δηλαδή ότι η μητρική της πολυεθνική έκανε διάνα,γενόμενη χορηγός της διοργάνωσης, ενώ κάποιοι περιπτερούχοι ή άλλοι καταστηματάρχες πρέπει να γέμισαν τις τσέπες τους.

Το θέμα μας όμως δεν είναι και πάλι οι συνήθειες των Άγγλων που το ιστολόγιο αυτό έχει πολλάκις στηλιτεύσει. Επί του παρόντος ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ μάς έδωσε την ευκαιρία να αναδείξουμε την κάκιστη ποιότητα της μπύρας που κυριαρχεί σε μεγάλο ποσοστό στην ελληνική αγορά.

Αποψή μας είναι ότι μόνο κακές, βιομηχανοποιημένες μπύρες είναι δυνατόν να αφήσουν αυτό το σύννεφο μπόχας σε έναν τόσο μεγάλο χώρο όπως η Πλατεία Συντάγματος. Μπύρες που είναι φτιαγμένες μόνο για να ξεδιψούν (κι αυτό ακόμα ελέγχεται) και να δημιουργούν ευφορία, άγευστες, φτιαγμένες άτεχνα, μαζικά, χωρίς μεράκι.

Πραγματικά, δεν ξέρω κατά πόσο όσοι Ελληνες που πέρασαν από την Πλατεία Συντάγματος θεώρησαν ότι επρόκειτο για διαφήμιση της μπύρας. Μάλλον το αντίθετο, περί δυσφημισεως του ποτού επρόκειτο. Όχι μόνο γιατί είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αγελών που επιδίδονταν σε ασυνάρτητες εκφράσεις ή ακόμα και βιαιοπραγίες, αλλά επειδή μεγάλη μερίδα του κόσμου θεωρεί τη δυσωδία αυτή αποτέλεσμα της μπύρας γενικά, χωρίς διακρίσεις, αφού οι ετικέτες που κατανάλωναν οι Άγγλοι είναι αυτές που κυριαρχούν στην ελληνική αγορά. Στη συνείδηση πολλών λοιπόν αυτές οι μπύρες είναι και αντιπροσωπευτικές του ποτού εν γένει.

Κι ενώ η Πλατεία έχει πλέον καθαριστεί και η μπόχα έχει γυρίσει στο Λίβερπουλ, δεν έχουμε παρά να κάνουμε σαφές ότι η απαξίωση ταιριάζει μόνο στην μπύρα της αρπαχτής, της άσχημης μυρωδιάς της, της μαζοποίησης και της ομογενοποίησης. Ο σκληρός πυρήνας της μπυροφιλίας βρίσκεται σε άλλους τόπους, εκεί που η μπύρα φτιάχνεται με μεράκι, στωικότητα, άρωμα, διπλή ζύμωση κ.ά. και όχι στην Πλατεία Συντάγματος του προηγούμενου τριημέρου.

Δευτέρα, Μαΐου 21

Η επιστήμη διδάσκει: η μπύρα πιο θρεπτική από το γάλα


Αγαπάμε την μπύρα, αλλά αγαπάμε και την επιστήμη.

Ιδίως όταν μας διδάσκει ότι α) η μπύρα συνδέεται με την μακροζωϊα, β) η μπύρα όχι μόνον δεν παχαίνει, αλλά γ) είναι πιο θρεπτική από το γαλά. Για να εξηγούμαστε όμως, τα στοιχεία που παραθέτω προέρχονται απο μπυροφιλικές ιατρικές πηγές.

Έχουμε λοιπόν και λέμε. Η μπύρα περιέχει 92% νερό και 0 γραμμάρια λίπος. Είναι καλή πηγή νιασίνης, μαγνησίου και ποτάσσιου. Περιέχει επίσης κάλσιο, φώσφορο (κ. Διορθωτά έτσι γράφεται;) και πολλές βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Αναλόγως την μπύρα, οι ποσότητες των συστατικών αυτών ποικίλουν. Γενικά, μια καλή Franziskaner είναι ό,τι πιο υγιεινό και άγιο μπορείτε να βάλετε μέσα σας. Για κάτι άθλιες ολλανδικές και αγγλικές δεν εγγυώμαστε τίποτα.

Για την ακρίβεια, μια ποιοτική μπύρα είναι καλύτερη από το γάλα, αφού ένα ποτήρι περιέχει περισσότερη πρωτεϊνη από ένα ποτήρι γάλα, ενώ έχει λιγότερες θερμίδες από το μιλόζουμο και την κοκα-κολα, χωρίς να περιέχει ούτε χοληστερόλη ούτε λίπη, αλλά πολλά μέταλλα.

Να μην ξεχνάμε λοιπόν ότι η μπύρα δεν παχαίνει. Είναι τα συνοδευτικά της μπύρας που κάνουν την ζημιά.

Όπως μας λέει ένας διαιτολόγος που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του (και εμείς τα σεβόμαστε κάτι τέτοια), 'ένα μπουκάλι μπύρα (12oz) περιέχει μόλις 153 θερμίδες και 0 γραμμάρια λίπους, ενώ το κρασί έχει 106 θερμίδες ανά ποτήρι των 5oz.'

Οι ίδιες πηγές μάς συνιστούν ένα ποτήρι μπύρα την μέρα, το οποίο θα μειώσει το ρίσκο καρδιαγγειακών παθήσεων, αλλά και τα επίπεδα χοληστερόλης. Μας εξήγησαν το γιατί, αλλά δεν καταλάβαμε ακριβώς. Πάντως για να το λέει η επιστήμη, έτσι θα είναι.

Οι πληροφορίες που λένε ότι οι γυναίκες οι οποίες καταναλώνουν μπύρα έχουν καλύτερη διανοητική υγεία, ελέγχονται. Πάντως είναι γεγονός ότι μελέτες ψυχολόγων στηρίζουν το συμπέρασμα αυτό, το οποίο άλλωστε αποδεικνύεται εμπειρικώς. Βέβαια οι ψυχολόγοι -ως γνωστόν- δεν είναι επιστήμονες, αλλά αλμπάνηδες. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ειναι πολύ καλύτερο να πίνει κανείς μια μπύρα τη μέρα, παρά τρείς ή τέσσερις μετά από αποχή τριών ή τεσσάρων ημερών. Και τούτο γιατί όσο άγια και να είναι, δεν παραμένει ένα ποτό με αλκοόλ.

Αυτά είχε να πει η επιστήμη της ιατρικής για σήμερα. Η επιστήμη της Ιστορίας προσθέτει απλώς ότι για αιώνες η μπύρα ήταν θεραπευτικό μέσο, και δη ένα απο τα πιο διαδεδομένα φάρμακα δια πάσαν νόσον. Συχνά μάλιστα πρόσθεταν βοτάνια, μέλι κ.α. καλούδια, αναλόγως την πάθησην (τους αφροδισιακούς συνδυασμούς τους μελετάμε ακόμη).

Θα είμαστε κοντά σας με νεώτερες έρευνες οσονούπω.

Prost!

Πέμπτη, Μαΐου 17

34 Cambridge Beer Festival


Το Cambridge είναι γνωστό για τα περιβόητα κολλέγιά του, τις φιλελεύθερες τάσεις του και τους ημιπαράφρονες φοιτητές του. Στον βρετανικό κόσμο της μπύρας, όμως είναι γνωστό και για το Cambridge Beer Festival, ένα πολύ συμπαθητικό φεστιβαλ μπύρας, όπου -σε αντίθεση με τα επισημότατα formal halls των πιο παραδοσιακών κολλεγίων- η είσοδος δεν απαιτεί ούτε γραββάτες, ούτε μαύρες κάπες.

Φέτος το φεστιβάλ θα λάβει χώρα από τις 21 έως τις 26 Μαϊου. Το Greeks for Beer θα είναι παρόν στην εκδήλωση, η ιστοσελίδα της οποίας υπόσχεται 170 μπύρες από το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και πάνω από 60 μπύρες από την Τσεχία, το Βέλγιο και την Γερμανία.

Το φαγητό δεν υπόσχεται πολλά, οι μπύρες όμως υπόσχονται και με το παραπάνω, αφού τέτοιες εκδηλώσεις ειναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να κάνει κάποιος νέες μπυρογνωριμίες.

Θα επανέλθουμε με τις εντυπώσεις μας ώστε να κρίνουμε και τα καθ'ημάς καλύτερα-- αφού, ως γνωστόν, η Αθήνα έχει το δικό της φεστιβάλ, εδώ και λίγα χρόνια-- το οποίο βέβαια ομοιάζει περισσότερο με πανηγύρι, παρά με γνήσιο μπυροφεστιβάλ.

Τρίτη, Μαΐου 15

Ζήτημα τιμής;


Περιηγούμενος διαδικτυακά σε βρετανικές εφημερίδες ανακάλυψα ένα πολύ ενδιαφέρον –κατ’ εμέ- δημοσίευμα της κουτσομπολίστικης «Sun», σχετικά με μία προσφορά του γνωστού αγγλικού σουπερμάρκετ Sainsburys. H μεγάλη βρετανική αλυσίδα προσφέρει στους πελάτες της 20 φιάλες Budweiser των 330 ml μόνο με 7,49 λίρες (χονδρικά 11 ευρώ). Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι κάθε μπουκάλι κοστίζει 37 πένες (περίπου 55 -60 λεπτά), τιμή πολύ χαμηλή για τα βρετανικά δεδομένα, ίδιως αν λάβουμε υπόψη ότι η συγκεκριμένη ετικέτα έχει περιεκτικότητα 5% σε αλκοόλ, πολύ υψηλή δηλαδή για τα στάνταρντς των Άγγλων.

Μάλιστα, ένας βουλευτής των Εργατικών δεν δίστασε να δηλώσει ότι αυτό θα ενθαρρύνει τους νέους να πίνουν πριν ακόμα βγουν έξω για τη βόλτα τους (μάλλον εννοεί πριν πάνε στην pub για να συνεχίσουν να πίνουν).

Προσωπικά, θεωρώ ότι η βρετανική μπυροκουλτούρα περιορίζεται στην απλή ανάγκη της εργατικής τάξης να συνδυάσει την εμμονή της στις παραδόσεις με το αλκοόλ. Να ξεφύγει από τη ζωφερή πραγματικότητα της εξαντλητικής εργασίας και του χαμηλού –για τα δεδομένα της χώρας- μισθού. Η μπύρα συμβολίζει τη διαφυγή από την καθημερινότητα, καθορίζει ένα modus vivendi που περιστρέφεται γύρω από το μεθύσι που κάνουν τα pints. Διαμορφώνει ένα χωρο διασκέδασης που διακρίνεται από μαζικότητα και ενίοτε βίαιη συμπεριφορά, όμως δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σύμβολο.

Θα ήθελα, λοιπόν, πολύ να μάθω ολοκληρωμένο το σκεπτικό αυτού του βουλευτή (τα ίδια φανταζόμουνα ότι θα μπορούσα να ακούσω μόνο από κάποιον νεοσυντηρητικό Ευαγγελιστή του αμερικανικού νότου) που θεωρεί ότι η χαμηλή τιμή θα συμβάλει στην επιδείνωση του φαινομένου του αλκοολισμού.

Εντάξει, η αγγλική μενταλιτέ της pub αναλώνεται κυρίως στην ποσότητα της μπύρας και όχι στην ποιότητα, όπως συμβαίνει π.χ. με τους Βέλγους, κι έτσι ο Βρετανός μισθωτός ή συντηρούμενος από το ταμείο ανεργίας, θα έχει την ευκαιρία πλέον να πιει περισσότερο. Όμως εκεί είναι το ζήτημα κ. βουλευτά; Δεν νομίζω.

Η πραγματικότητα είναι ότι το τεράστιο νέφος κακόγευστης μπύρας που έχει σκεπάσει τη δυσανάλογα μεγάλη βρετανική εργατική τάξη, είναι αυτό που εξασφαλίζει την κοινωνική ηρεμία σ’ εκείνο τον τόπο και μάλιστα εύσχημα, με όχημα την παράδοση.

Τέτοιου είδους μικρολογιστικές προσεγγίσεις, όπως του Εργατικού βουλευτή, από τη μία αδυνατούν να εκθέσουν και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του αλκοολισμού στο σύνολό του και από την άλλη –για να μη φεύγουμε από το θέμα μας- δαιμονοποιούν άδικα το θείο αυτό ποτό.

Όσο για την Budweiser, δεν θα την έπινα ακόμα και αν με πλήρωναν 37 πένες το μπουκάλι!


Σάββατο, Μαΐου 12

Guinness Draught με b-movie



Καθώς ο Brewtus απολαμβάνει το ακριβά του πούρα συνοδεία μπύρας που μόνο στις τάξεις της βρετανικής αριστοκρατίας κυκλοφορεί, δεν θα μπορούσα παρά να προτείνω στους θαμώνες ετούτου του ιστολογίου έναν εναλλακτικό τρόπο μπυροδιασκέδασης, ταπεινό αλλά διόλου ευκαταφρόνητο.

Η μπύρα είναι βρετανική αλλά λαϊκότατη, μαζική και με καταγωγή από τους Κέλτες της Ιρλανδίας. Ποια άλλη από τη Guinness Draught με 4,2 % αλκοόλ, και μάλιστα σε κουτάκι των 500 ml. Αυτή που βρίσκουμε όχι πολύ δύσκολα και βαρελίσια στην Ελλάδα, ενώ στο μεγάλο νησί αποτελεί εταιρεία -κολοσσό που βρίσκεται σχεδόν σε όλες τις pub. Βρέθηκε σε γκουρμέ μπακαλο-σούπερμαρκετ των νοτίων προαστίων σε τιμή 1,55 ευρώ.

Ιδανικό της ταίρι είναι ένα κλασσικό b-movie των 80’s σε σκηνοθεσία του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη Lucio Fulci. Πρόκειται για το The New York Ripper aka Il Squartatore di New York, παραγωγής 1982, μάλλον στην πιο δημιουργική περίοδο του δημιουργού, αφού την εποχή εκείνη κυκλοφόρησε πλειάδα ταινιών του με θεματολογία επηρεασμένη από τον κόσμο των ζωντανών νεκρών (ζόμπι). Προφανώς ο Lucio έκανε τότε ένα διάλειμμα για να γυρίσει ένα αστυνομικό θρίλερ για γερά νεύρα, ίσως το φιλμ-κορωνίδα της καριέρας του.



Από την πρώτη σεκάνς η ταινία αιχμαλωτίζει. Μια αμέριμνη όμορφη κοπελίτσα πέφτει θύμα αγνώστου σε ένα ειδεχθές φονικό πάνω σε ένα φέρι. Ήταν τότε που έζησα κι εγώ δεύτερο πανικό, καθώς με το άνοιγμα η -μάλλον κουνημένη- Guinness παρουσίασε τάσεις βίαιης εξόδου. Ευτυχώς η ζημιά ήταν περιορισμένης εκτάσης και η πλειοψηφία των ml είχε μείνει εντός...

Η υπόθεση προχωράει και ο μανιακος σίριαλ κίλερ απειλεί διά τηλεφώνου τα υποψήφια θύματά του με περίεργη φωνή ομοιάζουσα με κραυγή πάπιας και δη του Ντόναλντ Ντακ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι σκοτώνει πανέμορφες νυμφομανείς γκόμενες, φέρνει στο νου μας τον Φρόιντ και μας οδηγεί σε διάφορες εικασίες ως προς την ψυχοπαθολογία του μανιακού. Στο μεταξύ, η στάθμη της Guinness κατεβαίνει με την πικραδά και το καπνιστό άρωμά της να κυριαρχούν, αφήνοντας την αίσθηση μιας μικρής κτηνωδίας παρόμοιας με αυτήν επί της οθόνης. Κι αυτό γιατί δίνει την εντύπωση ότι μετά από κάθε γουλιά πίνεται γιατί πρέπει απλά να πάει κάτω, βουλιμικά, χωρίς καμία απαίτηση από τον ουρανίσκο.

Στις τελευταίες σκηνές η δραματουργία κωρυφώνεται, ο φονιάς τελικά αποκαλύπτεται και μετά από καμπόσα φρικτά φονικά οι τίτλοι τέλους εμφανίζονται, πολλή ώρα μετά από την τελευταία μου γουλιά, που άφησε στο στόμα αυτήν την ευτελή πικράδα των βρετανικών pub.

Πες τε με ανώμαλο, τυπολάτρη, ρομαντικό, αλλά για μια τέτοια ταινία πάλι την ίδια μπύρα θα επέλεγα...

Τρίτη, Μαΐου 8

Διπλή Απόλαυση: Strong Suffolk Vintage Ale & Bolivar No3



Σήμερα παρουσιάζουμε την τέλεια συνταγή για μια μπυροφιλική νιρβάνα που θα σας στείλει εγγυημένα σε ζεν επίπεδα ευλογημένης λήθης-- και κατά πάσα πιθανότητα στο κρεββατάκι σας με ένα χαζό χαμόγελο και ακατάληπτους ευχαριστήριους ψίθυρους για τούτο το blog. Γιατί εμείς ξέρουμε ότι η ζωή είναι ζόρικη και ότι μερικές φορές η καλύτερη απάντηση στα ζόρια είναι μια πολύ δυνατή μπύρα και ένα πολύ καλό πούρο.

Θα έχετε βέβαια ακούσει τα χειρότερα για τις αγγλικές μπύρες, ιδίως από αυτό το blog και ιδίως από τον υποφαινόμενο. Ύστερα όμως από μήνες δοκιμών και πειραματισμών με διάφορες χλιαρές αθλιότητες (η Hobgoblin κερδίζει επάξια το βραβείο της ελεεινότερης μπύρας) βρέθηκα προ εκπλήξεως: η Stong Suffolk Vintage Ale ειναι μια bitter ale που διατηρεί όλα τα αγγλικά χαρακτηριστικά, είναι όμως εξαιρετική. Την συνδυάσα με ένα Bolivar No 3, ένα πούρο που φυσικά δεν κινείται στα επίπεδα των Cohiba, ούτε καν των Romeo Y Julieta Tubos που συνήθως ανάβω, είναι όμως αξιοπρεπέστατο.

Η Strong Suffolk είναι δυνατή για τα αγγλικά δεδομένα (6%), είναι θυγατρική της Greene King (ο κολοσσός πίσω από την IPA) και παράγεται σε περιορισμένες ποσότητες. Το Ratebeer της δίνει ένα εντυπωσιακό 94% θετικών σχολίων, τα οποία αξίζει απόλυτα.

Είναι μια καθόλα βρετανική μπύρα, από την άποψη ότι είναι πικρή και πικάντικη. Ξεχωρίζει όμως από όλες τις άλλες: με χρώμα σκούρο ρουμπινιού, άρωμα μελιού, τανίνης, σοκολάτας, κερασιού και μια ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη μεταλλική αίσθηση να συνδυάζονται με την smooth υφή μιας παραδοσιακής κρεμώδους μαύρης μπύρας, η Strong Suffolk δείχνει ότι οι Άγγλοι διαθέτουν αξιόλογες μπύρες (θυμηθείτε και την φοβερή Thomas Hardy που συγκρίναμε παλαιότερα με την Samichlaus), αρκεί κανείς να ψάξει.

Ο συνδυασμός με το τριάρι Bolivar ήταν απίστευτα ηδονικός: αργές, νωχελικές ρουφιξιές εναλάσσονταν με μελετημένες γουλιές σε μια εκστατική εμπειρία που κράτησε περισσότερο από μισή ώρα. Κάπου εκεί ένιωσα επιτέλους έτοιμος να απολαύσω το El Topο του Alejandro Jodorovsky σε όλο το ψυχεδελικό-ζεν βάθος του (και είναι πολύ).

Συνδυάζοντας μπύρα με πούρο, δεν βιάζεται κανείς. Χρειάζεται προετοιμασία: δεν πάνε όλες οι μπύρες με όλα τα πούρα. Έπειτα, θέλει ησυχία. Πρόκειται για μοναχική, προσωπική υπόθεση, χωρίς τηλέφωνα, φαγητά, κλπ. Θέλει συγκέντρωση. Άλλωστε το θέμα ειναι ακριβώς να χάσει κανείς την αίσθηση του χρόνου... κάτι που επέρχεται ως φυσική συνέπεια μιας μοναδικής χαλάρωσης που μόνο μασάζ από πολύ έμπειρα χέρια θα μπορούσε να συναγωνιστεί. Αν βέβαια μπορείτε να συνδυάσετε και τα δύο, ακόμα καλύτερα για σας.

Προτείνω λοιπόν ανεπιφύλακτα τον συνδυασμό καλής ale με αξιοπρεπές πούρο, αρκεί να έχετε χρόνο και να είστε αποφασισμένοι να παραδοθείτε αμαχητί κατόπιν στην αγκαλιά του Μορφέα...

Υ.Γ. Στην φωτό διακρίνονται η Suffolk με το Bolivar 3, η θήκη πούρων του Brewtus (η οποία είχε προκαλέσει προσφάτως θραύση σε μπυραρία των Δυτικών Προαστίων) και Τσέχικος συλλεκτικός κόφτης (οι σύντροφοι ξέρανε και από πούρα).

Σάββατο, Μαΐου 5

Η χαμηλή πτήση της ελληνικής μπύρας

Mε αφορμή την τελευταία δοκιμή της μπύρας εκ Τυνησίας, ο Brewtus έθεσε το ζήτημα της ελληνικής ζυθοπαραγωγής, και ειδικά όσον αφορά μπύρες τύπου Ale, weiss, ή ακόμα και pils. Στον τομέα αυτό, πέραν δηλαδή όσων ζυθοποιών κυνηγούν τη μαζική κατανάλωση, ακολουθώντας το πρότυπο Amstel-Heineken, προς το παρόν βρίσκουμε μόνο δύο εταιρείες, την Μικροζυθοποιΐα Craft και την Πειραϊκή Μικροζυθοποιΐα.

H Μκροζυθοποιΐα Craft μετράει περίπου μια δεκαετία παρουσίας στην αγορά, έχοντας αναπτύξει ένα σεβαστό δίκτυο διανομής. Εκτός από τα δικά της εστιατόρια, η ταμπέλα της υπάρχει σε αρκετές καφετέριες και μπαράκια όπου συχνάζουν νεαρές ηλικίες, ενώ μέχρι πρόσφατα είχε και συνεργασία με την ΑΒ Βασιλόπουλος.

Τη διανομή της έχει αναλάβει εταιρεία που ασχολείται με τις προμήθειες καφετεριών και τα έξι είδη της είναι τα εξής:

  1. The unfiltered, slightly fruity Weiss,
  2. The crimson, with a hint of cherry Red Ale,
  3. The slightly more bitter and strong Pale Ale,
  4. The smoked Amber Lager,
  5. The blond with a strong taste of hops Pilsner,
  6. The tart and a bit caramel Black Lager.

Για την Πειραϊκή υπάρχει παλαιότερο εκτενές ποστ του Brewtus βασισμένο σε δημοσίευμα της «Καθημερινής». Να προσθέσω απλά ότι ως βιολογική μπύρα έχει βρει το δρόμο της για πολλά εστιατόρια και καταστήματα βιολογικών προϊόντων, ενώ έχει και ιδιαίτερη απήχηση στην περιοχή του Κολωνακίου. Έχει κερδίσει δηλαδή μια θέση ανάμεσα στα γκουρμέ προϊόντα, αντίθετα με την Craft που στοχεύει κυρίως στο κοινό της καφετέριας.

Αμφότερες οι προσπάθειες είναι αξιέπαινες, κυρίως γιατί προάγουν την ελληνική μπυροκουλτούρα και έπειτα γιατί τα προϊόντα τους δεν μας είναι αδιάφορα. Είναι όμως οι μόνες που γνωρίζουμε στην ελληνική επικράτεια. Οι υπόλοιπες επιχειρηματικές κινήσεις αφορούν μαζικές μπύρες καθ’ ομοίωσιν του προτύπου Amstel-Heineken ή, αν θέλετε, της ελληνικής του εκδοχής που λέγεται Mythos. Στο χώρο αυτό είχε αποκαλυφθεί μάλιστα προ μηνών από «το Βήμα» και το σκάνδαλο του οργανωμένου καρτέλ μπύρας που έβαζε βίαια φρένο σε ανερχόμενους ζυθοποιούς, όπως η «Βεργίνα».

Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να πει ότι ο βασικός λόγος της αδράνειας στην ποιοτική ζυθοποιΐα στην Ελλάδα είναι ότι η αγορά δεν είναι σε θέση να απορροφήσει τέτοιου είδους προϊόντα, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν επιχειρηματίες που θα ήθελαν να επενδύσουν στο συγκεκριμένο τομέα. Κι όμως, η άποψη αυτή δεν μπορεί να σταθεί, πρώτον γιατί οι ειασγόμενες μπύρες από το Βέλγιο και τη Γερμανία κερδίζουν συνεχώς μεγαλύτερα μερίδια και, δεύτερον, γιατί υπάρχουν τα δύο προαναφερθέντα μικροζυθοποιΐα που τόλμησαν και πέτυχαν αρκετά πράγματα.

Οι υψηλές θερμοκρασίες, το μεσογειακό ταμπεραμέντο και η έλλειψη μοναστικής παράδοσης είναι πάντα παράγοντες προσμετρήσιμοι και λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από δυνητικούς επενδυτές, όμως επί της ουσίας αποτελούν μια καλή δικαιολογία για την αδυναμία μας να διαμορφωσούμε την κατάλληλη μπυροκουλτούρα. Την αδυναμία μας δηλαδή να πούμε γιατί μας αρέσει η τάδε μπύρα, τι εκφράζει, ποια η παράδοσή της, με ποιο φαγητό και ποιο περιβάλλον ταιριάζει κ.ο.κ.

Είναι λοιπόν αυτό το ασυμπλήρωτο κενό στη χώρα μας που, μεταξύ άλλων, κόβει τα φτερά των επίδοξων ζυθοποιών. Κι αν έχουν κάνει έρευνα αγοράς, δεν είμαι σίγουρος αν έχουν λάβει υπόψη παράγοντες όπως ο ολοένα αυξανόμενος φιλοαστισμός, αυτός που αδειάζει τα ράφια των καταστημάτων με βιολογικά και άλλα εξεζητημένα προϊόντα στο Κολωνάκι και τα ακριβά προάστια. Η δυναμική του φαινομένου αυτού αξιοποιείται σε πολλές άλλες αγορές, όπως π.χ. του ενδύματος ή του αυτοκινήτου, αλλά στην μπύρα το τοπίο παραμένει παρθένο.

Γενικότερα, βλέπουμε ότι κάθε χώρα προσαρμόζει την μπύρα ανάλογα με τον πολιτισμό, τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες και το περιβάλλον της. Για παράδειγμα, οι Γερμανοί με την πειθαρχημένη μαζικότητά τους έχουν αναπτύξει weiss kai pils, οι «στιλάτοι» Γάλλοι με την ποιοτική οινοπαραγωγή της φύλαξης, έχουν τις biere de garde, οι Βέλγοι τις εκλεπτυσμένες μοναστηριακές και αββαείου κ.ο.κ. Αν λοιπόν υπήρχαν και στην Ελλάδα πολλές και σοβαρές προσπάθειες, ποιος ξέρει, ίσως κάποτε να παντρεύαμε τα ξενόφερτα πρότυπα με ελληνικά στοιχεία και να φτιάχναμε κάτι δικό μας.

Προς το παρόν, ανοίγω ένα μπουκαλάκι westmalle και πίνω στην υγεία των Βέλγων μοναχών...