Φυσικά, η έγκριτη εταιρεία με την πολιτική ορθότητα που τη διακρίνει ξεχνάει να μιλήσει ευθέως για ολιγοπώλια και μονοπώλια που καθορίζουν τους νόμους της ελληνικής αγοράς.
Ίσως σε κάποια άλλη εξειδικευμένη έρευνα για την αγορά της μπύρας, ίσως...
Φθίνουσα χαρακτηρίζεται η τάση της αγοράς των αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία, σύμφωνα με τη νεότερη έκδοση κλαδικής μελέτης, η οποία κυκλοφόρησε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, μέλους της Global Finance.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η συνολική εγχώρια αγορά αλκοολούχων ποτών ακολουθεί πτωτική πορεία τα τελευταία χρόνια. Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς καλύπτεται από εισαγόμενα προϊόντα, ενώ η εγχώρια παραγωγή συνίσταται κυρίως σε ούζο, τσίπουρο, μπράντυ και λικέρ. Το ουίσκι καταλαμβάνει το 40% περίπου της συνολικής αγοράς το 2008 και ακολουθεί το ούζο με μερίδιο της τάξης του 25%
Σημειώνεται ότι ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν οι Έλληνες καταναλωτές, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα, άρχισαν να υποκαθιστούν σταδιακά τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα με άλλα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά.
Κάτω από συνθήκες έντονου ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο, αρκετές ελληνικές παραγωγικές και εισαγωγικές εταιρείες περιήλθαν μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, στον έλεγχο μεγάλων διεθνών οίκων, οι οποίοι πέραν των δικών τους καθιερωμένων εμπορικών σημάτων, απέκτησαν και αρκετά γνωστά σήματα ποτών. Η ζήτηση των αλκοολούχων ποτών επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις καταναλωτικές συνήθειες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια στρέφονται προς έναν πιο υγιεινό τρόπο διατροφής και διαβίωσης, γεγονός που ευνοεί τη ζήτηση μη αλκοολούχων ποτών και ποτών χαμηλού αλκοολικού βαθμού.
Η τιμή πώλησης των αλκοολούχων ποτών, σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, αποτελούν επίσης σημαντικούς παράγοντες που επιδρούν στη ζήτηση. Η ειδική φορολογία στην οποία υποβάλλονται τα αλκοολούχα, επιδρά στη διαμόρφωση της τελικής τους τιμής και ενισχύει την υποκατάστασή τους από άλλα ποτά χαμηλότερης περιεκτικότητας σε αλκοόλ και κατ’ επέκταση και χαμηλότερης τιμής. Επίσης, η ζήτηση των εξεταζόμενων προϊόντων επηρεάζεται και από κοινωνικούς παράγοντες, καθώς επίσης και από δημογραφικούς παράγοντες.
Η εγχώρια παραγωγή αλκοολούχων ποτών αφορά κυρίως το ούζο, τα λικέρ και το μπράντυ. Οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες παρουσιάζονται αρκετά διαφοροποιημένες σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις του κλάδου, ως προς τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας και το δίκτυο διανομής τους. Οι μικρές παραγωγικές μονάδες έχουν κυρίως βιοτεχνικό χαρακτήρα και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους αφορά συνήθως το ούζο. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο διανομής των προϊόντων τους, που καλύπτει τη «ζεστή» και «κρύα» αγορά. Οι εξαγωγικές επιδόσεις του κλάδου αφορούν κυρίως το ούζο.
Ο εισαγωγικός τομέας ελέγχεται από λίγες μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις, που είναι θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών. Διαθέτουν πανελλαδικά δίκτυα διανομής, μέσω των οποίων διοχετεύουν στην αγορά τα προϊόντα τους, καθώς και τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων του κλάδου. Το μεγαλύτερο δε μέρος των εισαγωγών προέρχεται από χώρες της Ε.Ε.
Η συνολική εγχώρια αγορά αλκοολούχων ποτών κινείται πτωτικά τα τελευταία χρόνια. Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς καλύπτεται από εισαγόμενα προϊόντα, ενώ η εγχώρια παραγωγή συνίσταται κυρίως σε ούζο, τσίπουρο, μπράντυ και λικέρ. Στο σύνολο της αγοράς, το ουίσκι καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνοντας ποσοστό περίπου 40% το 2008, ενώ ακολουθεί το ούζο με μερίδιο της τάξης του 25%. Στην τρίτη θέση με αρκετά μικρότερη ζήτηση βρίσκεται η βότκα και ακολουθούν τα λικέρ και τα μπράντυ, ενώ τη μικρότερη ζήτηση συγκεντρώνουν το τζιν και το ρούμι.
Το ούζο αποτελεί αποκλειστικά εγχωρίως παραγόμενο προϊόν και το κυριότερο εξαγόμενο αλκοολούχο ποτό, ενώ από το 2000 παρατηρείται και σε αυτό πτωτική τάση της κατανάλωσης. Από τα λοιπά αλκοολούχα ποτά, ελαφρά αυξητική τάση χαρακτηρίζει τα λεγόμενα «λευκά» ποτά (βότκα, τζιν)), ενώ εντυπωσιακή ήταν η ανάπτυξη των ποτών χαμηλού αλκοολικού βαθμού (RtD’s).
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε εκτεταμένη χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 26 παραγωγικών και εννέα εισαγωγικών επιχειρήσεων, για τις χρήσεις 2006 και 2004.
Όπως προέκυψε από την εν λόγω ανάλυση, το σύνολο του ενεργητικού των παραγωγικών εταιρειών αυξήθηκε οριακά το 2007 σε σχέση με το 2006 (κατά 1%), οι δε πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 7% την ίδια περίοδο. Ωστόσο, τα κέρδη προ φόρου εμφάνισαν μείωση της τάξης του 11% κυρίως λόγω της μείωσης των μη λειτουργικών εσόδων. Επίσης, ελαφρά μείωση εμφάνισε ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίου κεφαλαίου σε αντίθεση με το περιθώριο μικτού κέρδους το οποίο δεν παρουσίασε αξιόλογη μεταβολή.
Σχετικά με τις εισαγωγικές εταιρείες, το σύνολο του ενεργητικού τους αυξήθηκε περίπου κατά 2% το 2007, ενώ οι πωλήσεις εμφανίζονται αυξημένες κατά περίπου 5%. Στο επίπεδο της κερδοφορίας όμως (αντίθετα προς τις παραγωγικές εταιρείες), προέκυψε μεγάλη βελτίωση των κερδών (προ φόρου), γεγονός που οδήγησε σε αύξηση του δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων. Η σχέση των ξένων προς ίδια κεφάλαια υποδηλώνει σαφώς μεγαλύτερη εξάρτηση, σε σχέση με τις παραγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου.
Πηγή: Capital.gr