Σάββατο, Νοεμβρίου 10

Φιλιππικός κατά του πράσινου χρώματος


To πράσινο είναι το χρώμα της βλάστησης, της φύσης. Εχει χίλιους δυο καλούς συμβολισμούς, αλλά στα σίγουρα έχει και έναν κακό. Γιατί όλα είναι ωραία όταν μιλάμε για πράσινα χλοερά λιβάδια, για πράσινα οικολογικά κινήματα γεμάτα ιδεαλισμό, για το πράσινο ΠΑΣΟΚ που πρέπει πάση θυσία να μείνει ενωμένο ως άλλο κοινωνικό αγαθό, για λευκούς και πράσινους κόκκους. Ομως, όταν φτάνουμε στο ευλογημένο ποτό, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα για εμάς εδώ τους μπυρόβιους: Αποστροφή και μόνο αποστροφή.

Και μη βιαστεί κανείς να πει ότι φταίει αποκλειστικά η αποκαλούμενη ευσχήμως σε σουβλατζίδικα «πράσινη». Αυτή είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου, μόνο η σημαία των μαζικών μπυρών. Ας πούμε μερικά ονόματα χάριν παραδείγματος: Πράσινη Fischer η ελληνική (συγγνώμη και πάλι Αθηναϊκή μας) σε αντίθεση με την καφέ γαλλική που είναι αποδεκτή, Becks, Bavaria, Carlsbesrg, Mythos, Gosser και ο κατάλογος μακραίνει όσο δεν πάει. Ξέρω, όλοι θα έχετε ένα παράδειγμα καλής, αγαπημένης μπύρας σε πράσινη φιάλη, αλλά με αυτή την εξαίρεση επιβεβαιώνετε τον κανόνα.

Ομως, τι έχει να πει η επιστήμη της μπυρολογίας για το φαινόμενο αυτό; Πού εντοπίζει το γιατί; Mία σαφώς πολιτικοποιημένη θεώρηση θα έλεγε ότι το πράσινο είναι συνδεδεμένο με την αγροτική ζωή και τη φύση, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε η μπύρα σαν όπιο που κοίμιζε τους δύσμοιρους κολίγους. Κατά κάποιο τρόπο είχε συνδεθεί με την επιβολή της κυριαρχίας των φεουδαρχών που ήθελαν να ξεδιψούν μαζικά τα μιλούνια που είχαν στη δούλεψή τους, χωρίς να τους ενδιαφέρει η ποιότητα. Με τη βιομηχανοποίηση το κουσούρι αυτό μεταφέρθηκε στις πόλεις και την εργατική τάξη και το πράσινο έγινε το χρώμα των υποταγμένων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι μεγάλοι επαναστάτες φορούσαν κόκκινα. Οι Γαριβαλδίνοι, ο κομαντάντε, ο Βλαδίμηρος θα είχαν σίγουρα διαφορετικές προτιμήσεις στη μπύρα.

Λέμε όχι λοιπόν στο χρώμα που συμβολίζει τη μπυρική υποτέλεια, που έρχεται καταχραστικά να συνδέσει άθλια αφεψήματα με το αγαπημένο μας ποδόσφαιρο (γιατί άραγε ένας ποδοσφαιρόφιλος πρέπει να πίνει π.χ. «πράσινες» και όχι Westmalle Tripel;) που καταδυναστεύει την αγορά παγκοσμίως, καταπιέζοντας όλους εδώ τους εραστές της καλής μπύρας.

Εντάξει, θα μας πουν προκατειλημμένους, ανόητα ρομαντικούς, ανεπίκαιρα πολιτικοποιημένους και τα τοιαύτα, αλλά οι εποχές είναι σκληρές γι’ αυτό είναι σκληρά και τα μανιφέστα μας...

Παρασκευή, Νοεμβρίου 2

Στους δρόμους της μπύρας: Mέρος Γ', Στρασβούργο


Το Στρασβούργο και η ευρύτερη περιοχή του, η Αλσατία, θεωρούνται από τους ευρωγιακάδες ως σύμβολο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Παραδοσιακό πεδίο μαχών Γάλλων και Γερμανών, καθολικών και προτεσταντών, καυχιέται ότι έχει λύσει κατά τρόπο απολιτίκ, μοντέρνο και προοδευτικό το πρόβλημα της συνύπαρξης. Δεν έχει λύσει όμως αυτό που αφορά εμάς, το ζήτημα της κυριαρχίας του κρασιού και της μπύρας, καθώς είναι ορατό στους δρόμους ότι αυτός ο πόλεμος μαίνεται (θα έδινα ένα 60-40 στο κρασί, Γάλλοι τι να τους κάνουμε...).

Πράγματι, η μάχη ανηλεής. Διπλα σε κάθε μπιστρό, ή κρασοεστιατόριο θα δει κανείς μια brasserie με ντόπιες κυρίως μπύρες. Δίπλα σε κάθε μαγαζί της αλυσίδας καταστημάτων κρασιού Νicolas, θα αντιληφθεί και ένα μπυρομάγαζο.


Και δε λέω, όμορφη πόλη. Περιστοιχισμένη από τον ποταμό Ιλ, με γραφικά δρομάκια και τους άστεγους κρυμμένους καλά κάτω από τις γεφύρες, τον μεγάλο καθεδρικό που τώρα είναι καθολικός, ενώ κάποτε ήταν προτεσταντικός, το πανεπιστήμιο και τις γαλλιδούλες φοιτήτριες στα ποδήλατα. Νομίζω όμως ότι το ίδιο σκηνικό το είχα ξαναδεί σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.

Αυτό που δεν είχα δει ποτέ προηγουμένως ήταν η palette de degustation. Στη βραδινή βόλτα επιλέξαμε τυχαία μια φοιτητική brasserie, σχετικά ατμοσφαιρική και γρήγορα μάς κίνησε την περιέργεια αυτή η παλέτα. Πρόκειται για ποτηράκια των 150 ml, ένα με κάθε είδος της βαρελίσιας τοπικής μπύρας του μαγαζιού. Ετσι, παρόλο που ένας σομελιέ θα μας απέτρεπε να μπλέξουμε τέσσερα διαφορετικά είδη, δοκιμάσαμε τουλάχιστον τρία. H brune κέρδισε τις εντυπώσεις.

Προηγουμένως, το απόγευμα είχα δοκιμάσει δύο τοπικές εμφιαλωμένες που μου είχε συστήσει ένας μαγαζάτορας ως τις καλύτερες της περιοχής, αλλά καμία δεν ικανοποίησε. Συμπαθητική υπήρξε μόνο η Alsaciene με την κοπέλα sans culotte στο μπουκάλι. Αυτό που με στεναχώρησε ιδιαίτερα όμως είναι ότι δεν μπόρεσα να βρω την μπύρα-φετίχ, την πολυαγαπημένη μου Dorelei, αλλά και το ποτήρι της. Οπως με πληροφόρησαν, διακινείται μόνο σε κάποια μπαρ (αν έχει κανείς αυτό το ποτηράκι με τον κύκνο, το ανταλάσσω με τρία βέλγικα...).

Ναι, τελικά οι Αλσατοί, αν και σεβόμαστε την παράδοση και την μπυροφιλία τους, δεν έχουν σίγουρα τη μαγιά των Βέλγων. Μπορούμε όμως να τους βγάλουμε το καπέλο σε ένα γνήσιο συνοδευτικό του θείου ποτού, τα λουκάνικα, που, όπως έχουμε καταθέσει σ’ ετούτο το μπυρολόγιο εδώ και ένα χρόνο, ψήνονται τέλεια πάνω στη raclette.