Ο υπέρτιτλος του άρθρου είναι παραπλανητικός. Επιστημονικοφανής, μετανεωτερικός και 'δήθεν' σκιάζει την εσώψυχη εξομολογητική διάθεση με την οποία γράφω. Το άρθρο αυτό είναι μια κατάθεση ψυχής- τούτο δηλώνει ο υπότιτλος, φόρος τιμής του ιστολογίου αυτού στον σπουδαίο ελληνικό κινηματογράφο. Προτίθεμαι λοιπόν να προχωρήσω εις μιαν εκ βαθέων εξομολόγηση της κατρακύλας μου στις αγγλικές μπύρες και της νοσηρής ντεκαντένσιας των βρετανικών παμπ, όπου άθελά μου ξέπεσα.
Μάλιστα κύριοι, εγώ ο Brewtus_Tripelius, εκ των εισηγητών της βελγικής μπυροκουλτούρας στα Βαλκάνια, κατέληξα να πίνω Guinness, IPA και λοιπές μίζερες ales. Και το χειρότερο: δεν αντελήφθην καν την καφκική αυτή μεταμόρφωση. Χρειάστηκε να βιώσω τον κοινωνικό αποκλεισμό και την αποδοκιμασία των λοιπών μελών του Greeks_for_Beer για να ΄επανέλθω εις εαυτόν΄ και να αφυπνιστώ, ως προτρέπει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός τον αδελφόν αυτού Γρηγόριον τον Νύσσης εις την κζα΄ επιστολήν. Αμήν.
Όλα ξεκίνησαν με την επιστροφή μου στα πάτρια εδάφη. Κατά τις μπυροεξόδους σε σεσημασμένα αθηναϊκά μπυροστέκια παρετήρησα μια ψυχρότητα, τολμώ δε να είπω έναν τρόμον έναντι του προσώπου μου και -κυρίως- των μπυροεπιλογών μου. Θεώρησα τις ενδείξεις ανεπαρκείς, απόρροια αυξημένου στρες και λανθάνουσας παράνοιας. Προστέθηκε όμως και άλλο τι είς την παράδοξον κατάστασίν μου: μια ολότελα διαστροφική τάση προς κατανάλωσιν αγγλικών υπο-προϊόντων. Αντί Westmalle, ήθελα να παραγγείλω Newcastle (ουαί ημίν, Θεέ της μπύρας, συγχώρησέ με δια τας αμαρτωλάς τούτας σκέψεις!). Και αντί να στοχάζομαι την παραδοσιακά αργή και ποιοτική κατανάλωση μπύρας όπως συνήθιζα, ένιωθα μια έντονη παρόρμηση για την αστόχαστη, βιαστική, βουλιμική σχεδόν κατανάλωση πάμπολλων pints με νερό-μπυρα. Όμως το αποφασιστικό τράνταγμα που με έκανε να αναγνωρίσω την λαβκραφτική μου μετάλλαξη ήρθε από έτερον μέλος του Greeks_for_Beer, γνωστό για τις ελιτίστικες προτιμήσεις του επί πληθώρας θεμάτων, ο οποίος με συγκινητικό ενδιαφέρον για την κατάστασή μου αλλά και με την δέουσα αυστηρότητα, με έφερε αντιμέτωπο με την φρικτή αλήθεια: πλέον είχα μυηθεί στην αγγλική μπυροφιλική παράδοση και είχα απομακρυνθεί, άθελά μου, από την βελγική Σχολή. Η συνειδητοποίηση αυτή με συντάραξε όσο τίποτα άλλο στην διαδρομή μου ως μπυρο-connoisseur:
Ξαφνικά κοιτούσα την διαδρομή αυτή από τον πάτο ενός άδειου και βρωμερού αγγλικού pint. Το πρώτο που παρατήρησα είναι ότι όσο βρισκόμουν στην Αγγλία, όπου οι πάντες καταναλώνουν ανερυθρίαστα άθλιες μπύρες, ουδέποτε αισθάνθηκα τοιαύτην αισχύνην δια την αποστασίαν μου. Αλλά πίσω στην Ελλάδα και εν μέσω των ελιτίστικων μπυροφιλικών κύκλων, η κατάντια μου καθίστατο προφανής ακόμη και εις εμέ.
Προτού δηλώσω ειλικρινήν μεταμέλειαν, θα ήθελα να εξηγήσω πώς έφτασα στην αποστασία αυτή. Κάπου εδώ αφήνω την εξομολόγηση για να εισέλθω στην κοινωνιολογία της μπύρας.
Συχνάζοντας στις αγγλικές πάμπ, οι επιλογές μου ήταν λίγες. Η Guinness και η Hoegaarden ήταν οι καλύτερες. Αυτό τα λέει όλα. Αλλά το ουσιώδες σημείο δεν είναι αυτό. Αφορά στην τελετουργία της μπύρας, ή μάλλον, εν προκειμένω, στην απουσία αυτής. Ο ρόλος της μπύρας στην Αγγλία δεν είναι γευσιγνωστικός, ποιοτικός, ουσιαστικός, όπως είναι στο αγαπημένο Βέλγιο. Είναι ετεροπροσδιοριζόμενος, ήτοι κοινωνικώς προσανατολισμένος: είναι το μέσον για ευκολότερη κοινωνικοποίηση και παρατεταμένη συναναστροφή. Αυτό σημαίνει ότι η μπύρα που καταναλώνεται πρέπει να είναι σε μεγάλη ποσότητα, ώστε να παρατείνεται η διαμονή του πότη στην παμπ. Αυτό συνεπάγεται μεγάλα ποτήρια, δηλ. pints, αλλά μικρά ποσοστά αλκοόλ, αφού σε αντίθετη περίπτωση (π.χ. με τραππιστικές ή δυνατές βέλγικες τύπου Duvel, Lucifer κ.α.) οι επισκέπτες των παμπ θα αποχωρούσαν μετά απο δυο ώρες μάξιμουμ. Όμως οι μεγάλες ποσότητες με μικρό αλκοόλ συνεπάγονται με την σειρά τους κάτι άλλο: χλιαρές θερμοκρασίες. Η κρύα μπύρα προκαλεί φούσκωμα και κορεσμό, με αποτέλεσμα να μειώνει την παραμονή στην παμπ. Αντιθέτως, η χλιαρή μπύρα είναι κάτι σαν νερό και ευνοεί την παρατεταμένη κοινωνική συναναστροφή, ούτως ώστε η παμπ να λειτουργεί ως δεύτερο σπίτι . Επομένως, η αγγλική μπύρα ειναι σαφέστατα κακή έως άθλια με βέλγικα κριτήρια (λίγο αλκοόλ, χλιαρή, άοσμη) ειναι όμως άριστη με γνώμονα την στοχοθεσία των παμπ και τον κοινωνικό ρόλο που καλείται να παίξει.
Κάπως έτσι συνέβη η δική μου acculturation (για να χρησιμοποιήσουμε έναν en vogue όρο) στα αγγλικά συμφραζόμενα να έχει ως παράπλευρη απώλεια την ασυνείδητη πρόσληψη αγγλικών μπυροφιλικών συνηθειών— και την απεμπόληση (προσωρινή βέβαια) του βέλγικου αξιακού συστήματος.
Εύχομαι το παράδειγμά μου να λειτουργήσει αποτρεπτικά για άλλους μπυρόφιλους, οι οποίοι μεταβαίνοντας αναγκαστικώς από την Chimay στην Greene King αγνοούν ενδεχομένως τις βαθύτερες αλλοτριωτικές διαδικασίες που επηρεάζουν το μπυροφιλικό τους αισθητήριο. Εάν το άρθρο αυτό ευαισθητοποιήσει και άλλους γύρω από το μείζον αυτό ζήτημα, τότε θα έχει επιτύχει τον στόχο του: την πρόληψη. Όσο για μένα, εκκινώ πρόγραμμα επανένταξης στον κόσμο της καλής μπύρας με Corsendonk, Westmalle, Aventinus, Andechs Dunkel και λοιπές παλαιές αγάπες...