Τρίτη, Ιουλίου 31

Alpen Stube: Σαν την παλιά καλή μπύρα


Πότε αρχίζει η ιστορία της ελληνικής μπυραρίας; Η αλήθεια είναι ότι ουδείς μπορεί να είναι ακριβής για το ποι
o είναι το πρώτο κατάστημα τέτοιου είδους. Γι’ αυτό και εμείς, άλλωστε, θα αναφερθούμε στην πρώτη που υπέπεσε στην αντίληψή μας, όταν ακόμα πηγαίναμε στο σχολείο, το 1993.

Σε μια περιοχή που ήταν ήδη γνωστή για τα αμερικάνικά της μπαρ – pub και τα εστιατόριά της για κρεατοφάγους –την περιώνυμη μπιφτεκούπολη- προστέθηκε εκείνη τη χρονιά ένα μαγαζί κατά το γερμανικό πρότυπο, που συνδύαζε τη μπύρα με τα κρεατικά. Το Alpen Stube λειτουργεί λοιπόν στη Γλυφάδα εδώ και 15 συναπτά έτη με τον ίδιο περίπου χαρακτήρα. Μπορεί στην πορεία να άλλαξε χέρια, να άλλαξε κάποιες μπύρες, να άλλαξε διακόσμηση, αλλά παραμένει εκεί μέχρι σήμερα, στον αριθμό 18 της Οδού Κύπρου.

Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το περιστατικό που μας ανέφερε ο εκ των ιδιοκτητών του καταστήματος ότι το Αθηνόραμα το είχε καταχωρίσει αρχικώς λανθασμένα στην κατηγορία «ταβέρνες», καθώς ήταν το πρώτο μαγαζί τέτοιου είδους και δεν γνώριζε αν έπρεπε να φτιάξει ακόμα ειδική κατηγορία με την ονομασία «μπυραρίες», κάτι που αναγκάστηκε να πράξει για χάρη του Alpen Stube.

Οι φωτογραφίες από τον αύλειο χώρο-κήπο οδηγούν στη διαπίστωση ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό μέρος με προσεγμένη διακόσμηση και έμφαση στο ξύλο. Πάραυτα, εμείς προτιμάμε τα ενδότερα, το χειμωνιάτικο δηλαδή σκηνικό, λόγω ειδικών προσωπικών αναμνήσεων, αλλά και εξαιτίας της διακόσμησης, που θυμίζει λιγάκι μουσείο μπύρας. Δεν είναι τόσο κάποιες από τις περασμένες και ξεχασμένες μπύρες που αντικρίζουμε, όσο τα «αρχαία» μπουκάλια και ποτήρια της βιτρίνας, που στην πλειοψηφία τους ανήκουν στη Fix. Κάποια από αυτά, μάλιστα, είναι τόσο σπάνια πλέον, που η αξία τους χρήζει ειδικής εκτίμησης.


Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν ένα ιδιαίτερα (μπυρο)φιλικό περιβάλλον, συνδυαζόμενο με την καλή εξυπηρέτηση από το προσωπικό και τη μεγάλη ποικιλία σε ετικέτες. Είναι μάλιστα από τα ελάχιστα μέρη που μπορεί να βρει κανείς τη Andechs Dunkel, μια αγαπημένη μας weiss, που είχαμε την ευκαιρία να πρωτοδοκιμάσουμε εκεί.

Παράλληλα, μπορεί να μη βρείτε εκεί τη φαντεζί πατέντα του μπυροσωλήνα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η μπύρα δεν είναι φρέσκια. Κάθε άλλο μάλιστα. Όλες οι βαρελίσιες έρχονται στην κατάλληλη θερμοκρασία χάρη σε ένα σύστημα σχεδιασμένο με λεπτομέρεια και ακρίβεια.

Για όλους τους παραπάνω λόγους λοιπόν, θεωρήσαμε ότι θα άξιζε τον κόπο να γράψουμε δύο κουβέντες για το συγκεκριμένο μαγαζί. Δεν θα το κάναμε όμως, αν δεν είχαμε διαπιστώσει ότι η ιδιοκτησία περιβάλλει το βασικό προϊόν που εμπορεύεται με σεβασμό και προσπαθεί να διαδώσει την κουλτούρα της μπύρας, εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο στην Ελλάδα. Γιατί καλοί επιχειρηματίες βρίσκονται εύκολα, όμως όσο δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι υπάρχει μια πολύ μικρή μερίδα πελατών τους με μεράκι και αγαθή προσήλωση στη μπύρα, μας είναι άχρηστοι.

Παρασκευή, Ιουλίου 27

"ΜΕΓΑΛΕ..! Τσάκω μια Πράσινη!!!"



Από τον Mpyrouli

-Θεματική ενότητα: Εκ κριθής οίνος-



Γλυφάδα, 24 Ιουλίου 2007


H ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή!!!

Είναι μια γλυκιά βραδιά κάπου στα μέσα Αυγούστου του ΄98 κι εγώ κάθομαι στον κήπο στο αγαπημένο μου τραπεζάκι φάτσα στην είσοδο, απολαμβάνοντας μια μοναστηριακή μπύρα.

Οταν κάποια στιγμή γυρίζω το κεφάλι μου προς την είσοδο και βλέπω μια παρέα 6 ατόμων να μπαίνει. Το βλέμμα μου πέφτει στον "χαρακτηριστικό τύπο" της παρέας.

Πουκάμισο ξεκούμπωτο μέχρι τον αφαλό, 3-4 χρυσές καδένες κρέμονται στο λαιμό,
δακτυλίδια σε όλα σχεδόν τα δάχτυλα και γενικότερα το στυλ… "λαχαναγορά"!!!

Η εμπειρία μου λέει πως είναι από αυτούς που αποκαλούμε "δύσκολοι πελάτες".
Τρέχω να τους υποδεχτώ, λέγοντας ταυτόχρονα στο σερβιτόρο ότι θα χειριστώ εγώ το θέμα!

Τους προτείνω να καθίσουν σε "προνομιακό" τραπέζι κάτω από την μεγάλη συκιά.

Πρώτη αντίδραση του "τύπου": "ΜΕΓΑΛΕ… Κάτω από την συκιά θα μας βάλεις; Με βραχνή και μπάσα φωνή που θα γκρέμιζε ακόμη και τα τείχη της Ιεριχούς! Άσχημα αρχίσαμε λεω…".

Χωρίς να το καταλάβω μου ξεφεύγει η ατάκα: "Γιατί κύριε θα φάτε ή σκοπεύετε να κοιμηθείτε κάτω από την συκιά και φοβάστε μην κάνετε βαρύ ύπνο;".

Ο τύπος γυρίζει με κοιτάζει με βλέμμα που σκοτώνει και μακρόσυρτη φωνή μου λέει: "Καααλοοό!".
Αντιλαμβάνομαι πως ο τύπος θέλει "ειδική" μεταχείριση, κόντρα νταηλίκι δηλαδή.
Τελικά κάθονται και ο τύπος αρχίζει, δείχνοντας έναν – έναν τα άτομα της παρέας: Εσύ τι θα πάρεις; Εσύ τι θα πάρεις; Όχι μην πάρεις αυτό, πάρε το άλλο… και πάει λέγοντας.

Αρχίζω να "φορτώνω" κι αφού μετά κόπων και βασάνων έχω πάρει παραγγελία από τους υπόλοιπους, γυρίζω στον τύπο, αντιγράφοντας τον τρόπο ομιλίας του, με ευγένεια και ελαφρά ειρωνική χροιά στη φωνή, του λέω: "Εσείς τι θα πάρετε κύριε;".

Ο τύπος γυρίζει το κορμί του, μονοκόμματα σαν το λύκο, πάνω στη καρέκλα του και μου ρίχνει την ΒΟΜΒΑ: "Τσάκω… μια πράσινη!!!".

Ποια Χιροσίμα και ποιο Ναγκασάκι… Μου γυρίζουν τα μάτια! Μαζεύω όση υπομονή και κουράγιο μου μένει και αποκρίνομαι: "Συγνώμη, τι εννοείτε λέγοντας ‘πράσινη’;".

Αρχίζει να περιγράφει, με τον δικό του τρόπο, ότι εννοεί την μπύρα γνωστής ζυθοποιίας.

"Δεν την έχουμε κύριε!", βροντοφωνάζω!!! Έτσι για να του την "σπάσω"!

"Δεεεν την έεεχεεετε;", συνέχισε. Ωχ! Λέω μέσα μου θα γίνει χαμός! Παίρνω βαθιά ανάσα, σκύβω λίγο προς το αυτί του και του λέω: "Δικέ μου εδώ είναι βαυαρέζικη μπυραρία και έχουμε μόνο σπέσιαλ μπύρες άμα θες από την άλλη …στο περίπτερο!"

Κι ενώ περιμένω να εκραγεί το ηφαίστειο, υπό μορφή γροθιάς σε ένα από τα δύο μάτια μου, γυρίζει με το ίδιο πάλι στυλ και μου λέει: "Ε! φέρε ρε δικέ μου κάτι να το… βρέξουμε (το λαρύγγι)!".

Δεν περιμένω δεύτερη κουβέντα, τρέχω μέσα (σχεδόν διακτινίστηκα) και δίνω την παραγγελία.

Του σερβίρω μια lager εισαγωγής (Grolsch) , σε ΠΡΑΣΙΝΟ μπουκάλι (πονηρός ο…βλάχος)!
"Δοκίμασε δικέ μου", του λέω, "κι αν δεν σ΄ αρέσει, πότισε την συκιά!!!". Και εξαφανίζομαι
πριν προλάβει να αντιδράσει.

Δεν περνάνε πέντε - έξι λεπτά και ο τύπος απαιτεί να παρουσιαστώ μπροστά του! Πλησιάζω δειλά-δειλά με τα χέρια σε θέση αμύνης:
"Τι έγινε δικέ μου, τρύπιο ποτήρι σου φέρανε;", του λέω, παρατηρώντας ταυτόχρονα ότι έχει πιει όλη την μπύρα του γιατί η ρίζα της συκιάς είναι στεγνή!!!

"Τι άλλο καλό θα μας φέρεις;". (Όπα! γλυκοχαράζει…λέω μέσα μου). "Σας άρεσε; Να φέρω κάτι πιο αντρικό;", του λέω, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι.
"Μεγάλε! Τ΄ αφήνω πάνω σου!", αποκρίθηκε.

Αυτό ήταν! Ο τύπος έγινε ο καλύτερός μας πελάτης. Μέχρι σήμερα έχει δοκιμάσει πάνω από 25 – 30 μπύρες διαφορετικού στυλ, με αποτέλεσμα να καταλήξει στις weiss, από τις οποίες και καταναλώνει 3-4 κάθε φορά!

Συμπέρασμα, όπως σε όλα τα πράγματα, έτσι και στη γεύση, δεν υπάρχουν όρια! Μόνο ανοικτοί ορίζοντες! Όσο δύσκολος και να είναι κάποιος στο να δοκιμάζει κάτι καινούργιο, αρκεί να βρεθεί στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή και να υπάρχει κάποιος που αγαπάει αυτό που κάνει!

Καλές μπύρες!!!


Υ.Γ. 1 Ο τύπος ήταν όντως "λαχαναγορίτης" (μεγαλέμπορος παρακαλώ…) καλό παλικάρι και ντόμπρος, με τον οποίο γίναμε φιλαράκια τελικά… και τα λέμε μέχρι και σήμερα.

Υ.Γ. 2 Αχ, ρε Κώστα (o "λαχαναγορίτης" που λέγαμε…) !!! Τι μου έκανες εκείνο του βράδυ στα μπουζούκια, με το 2μετρο μωρό και το μαλλί αλά Aventinus που μου έφερες…

Τρίτη, Ιουλίου 24

Περί μονοπωλίου και συναφών δεινών

Ως μπυρολόγιο οφείλουμε να διατηρούμαστε ενήμεροι για όσα συμβαίνουν στην ελληνική αγορά της μπύρας. Θα ήταν παράλειψη, λοιπόν, να μη σχολιάσουμε δημοσίευμα του Κυριακάτικου Βήματος με τίτλο «Γιατί πίνουμε την ακριβότερη μπύρα στην Ευρώπη» που ουσιαστικά καταγγέλει τη μονοπωλιακή θέση της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας και της ρίχνει όλη την ευθύνη για τις ακριβές τιμές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Εν συντομία, παρουσιάζονται οι μαρτυρίες ενός στελέχους της Ζυθοποιίας Μακεδονίας-Θράκης (Βεργίνα) και ενός χονδρέμπορου από τον Εβρο που εξηγούν τον τρόπο λειτουργίας της μονοπωλιακής τακτικής με αθέμιτα μέσα της Αθηναϊκής, που έχει εξασφαλίσει έτσι τη μερίδα του λέοντος στην αγορά. Ακόμα, αφού αρχικά αναφέρεται ότι το Σεπτέμβρη η αμαρτωλή Επιτροπή Ανταγωνισμού θα αποφασίσει για το αν έχουν διαπιστωθεί παραβάσεις στο χώρο της μπύρας, γίνεται και η σύγκριση τιμών μεταξύ Ελλάδας-Ολλανδίας για να αποδειχθεί ότι εδώ η μπύρα κοστίζει κατά πολύ ακριβότερα.

Είναι σίγουρα θετικό το γεγονός ότι η αγορά της μπύρας απασχολεί τον Τύπο και ότι εμφανίζονται δημοσιεύματα με στόχο να καταγγείλουν τα κακώς κείμενα του χώρου. Μας ευχαριστεί το ότι οι κατά καιρούς διαπιστώσεις μας αποτυπώνονται και στο χαρτί, ώστε να φτάσουν σε πολύ μεγάλο αριθμό αναγνωστών-καταναλωτών. Ειδικά όταν πρόκειται για φαινόμενα όπως αυτό του μονοπωλίου που βλάπτει την τσέπη μας και μειώνει τη δυνατότητα των επιλογών μας.

Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να επισημάνουμε σημαντικές ελλείψεις, όπως η αδύναμη στοιχειοθέτηση που μειώνει τη δημοσιογραφική αξία του κειμένου, αλλά και η παράλειψη να αναφερθεί στους Ελληνες παραγωγούς ποιοτικής μπύρας που κάνουν φιλότιμες προσπάθειες τελευταία ή ακόμα και στους εισαγωγείς που φέρνουν στην Ελλάδα τις καλές, μη μαζικές μπύρες από το Βέλγιο ή τη Γερμανία.

Οι μαρτυρίες δύο προσώπων που προέρχονται από τον ίδιο πόλο, αυτόν της Ζυθοποιίας Μακεδονίας-Θράκης δεν είναι αρκετές για να στοιχειοθετήσουν σοβαρή καταγγελία. Από το μονοπώλιο πλήττονται ένα σωρό έμποροι και ζυθοποιοί, αλλά κανείς από αυτούς δεν καταθέτει την άποψή του στην εφημερίδα, όπως θα ταίριαζε σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως σοβαρό στοιχείο ακόμη και στην έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Επιπλέον, η εικόνα που παρουσιάζεται είναι ότι η μόνη σοβαρή ελληνική προσπάθεια είναι η μπύρα Βεργίνα, που τα έχει έλθει σε ρήξη με το «κτήνος» της Αθηναϊκής, σε μια μάχη Δαβιδ εναντίον Γολιάθ. Αγνοούνται με επιδεικτικό τρόπο, εκτός από τους Ελληνες ζυθοποιούς που εσχάτως προσπαθούν να κερδίσουν αξιοπρεπές μερίδιο στα κανάλια της διανομής, και οι εισαγωγείς που φέρνουν ποιοτική μπύρα, κυρίως από το Βέλγιο και τη Γερμανία και πλήττονται και αυτοί άμεσα από το μονοπώλιο της Αθηναϊκής.

Με κάθε συμπάθεια για το δημοσιογράφο του Βήματος, η εντύπωση που δίνεται είναι ότι η Ζυθοποιία Μακεδονίας-Θράκης βρήκε δίαυλο σε μια μεγάλη ελληνική εφημερίδα και τον χρησιμοποιεί, στρέφοντας παράλληλα επάνω της τους διαφημιστικούς προβολείς. (Ας μην ξεχνάμε ότι προ πολλών μηνών το Βήμα είχε παρόμοιο δημοσίευμα πάλι με τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη Ζυθοποιίας Μακεδονίας – Θράκης και πλήρες ιστορικό της ίδρυσης και της πορείας της εταιρείας).

Το ζήτημα είναι πολύ πιο σοβαρό και ξεπερνά τα όρια των ζυθοποιών μαζικής παραγωγής όπως αύτο της Βεργίνας. Αν και πολλοί πιστεύουν ότι η αγορά της ποιοτικής μπύρας –εγχώριας και εισαγόμενης- λειτουργεί παράλληλα και όχι ανταγωνιστικά με αυτή της μαζικής παραγωγής, εμείς θεωρούμε ότι τέμνονται, καθώς είναι τόσο σαρωτική η επικράτηση της Αθηναϊκής στα ράφια, που δεν αφήνει καθόλου χώρο για μια βέλγικη ή γερμανική μπύρα να προβληθεί στον καταναλωτή και να ξεκινήσει έτσι να αποσπά κάποιο μερίδιο από την αγορά. Εν ολίγοις, σε περίπτωση που ο καταναλωτής δεν επιζητά συγκεκριμένες ποιοτικές μπύρες που πωλούνται σε εξειδικευμένα μέρη, έχει μηδαμινές πιθανότητες να δοκιμάσει κάποια καινούργια γεύση και να αλλάξει ποιοτικές συνήθειες, καθώς τα ράφια κυριαρχούνται μόνο από τις μπύρες ευρείας κατανάλωσης μίας και μόνο εταιρείας. Ως εκ τούτου, το μονοπωλιακό καθεστώς στη μαζική μπύρα έχει αρνητικό αντίκτυπο και στην αγορά της ποιοτικής.

Το ζήτημα της ακρίβειας είναι γνωστό και το εν λόγω δημοσίευμα το θίγει εύστοχα. Αλλωστε, το φαινόμενο των καρτέλ και των μονοπωλίων καταδυναστεύει τους Ελληνες πολίτες σε ένα σώρο τομείς της αγοράς. Από την κινητή τηλεφωνία μέχρι το γάλα και το γιαούρτι. Η παραδοσιακή αδυναμία των κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών να προστατεύσουν τους πολίτες έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την ακρίβεια στις τιμές των αγαθών. Το αυτό λοιπόν συμβαίνει και στη μπύρα. Είναι μάλιστα τόσο οφθαλμοφανές όσο π.χ. η περίπτωση του γάλακτος.

Η δική μας καταγγελία, μάλιστα, προχωράει και ένα βήμα παραπάνω: Οι τιμές των βέλγικων κυρίως, αλλά και κάποιων γερμανικών ετικετών, σε πολλές περιπτώσεις είναι 100% και 200% ακριβότερες στα σούπερμαρκετ και τις κάβες σε σχέση με τις χώρες παραγωγής τους, γεγονός που αφήνει μεγάλο περιθώριο υποψίας για αισχροκέρδεια και υπόνοιες για μονοπωλιακή τακτική και στη συγκεκριμένη αγορά. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά το φαινόμενο...

Εν κατακλείδι, το θέμα του μονοπωλίου στη μπύρα είναι πολύ μεγάλο και αφορά τη σωρεία των επαγγελματιών που πορίζονται από το συγκεκριμένο χώρο αλλά και εμάς, ως καταναλωτές και ως χομπίστες. Είναι λοιπόν γόνιμο, δίχως αμφιβολία, να ενημερωνόμαστε για το πώς κασταστρατηγούνται οι κανόνες της οικονομίας της αγοράς. Όμως, καλό θα ήταν να μην εκλάβει κανείς το δημοσίευμα του Βήματος ως σφαιρικό και εμπεριστατωμένο, αφού πέρα από την ελλιπέστατη στοιχειοθέτησή του, αποφεύγει να αναφερθεί στην αγορά της ποιοτικής μπύρας, για την οποία εμείς εδώ ως μπυρολόγιο ενδιαφερόμαστε τα μάλλα. Είναι μάλιστα αυθάδεια να μιλάμε για «πνίξιμο» της Βεργίνας με μερίδιο 3% στην ελληνική αγορά και παρουσία στα ράφια πολλών μεγάλων σούπερμαρκετ, όταν μια από τις πιο εκλεκτές μπύρες στον Κόσμο, ίσως και η πιο εκλεκτή, η Westmalle, δεν πρέπει να συγκεντρώνει ούτε ένα εκατοστό της μονάδας...

Κυριακή, Ιουλίου 22

H μπύρα του Ιουλίου:KIRIN ICHIBAN, ένας κοσμικός σαμουράι

Οι μύθοι λένε ότι οι σαμουράι ζούσαν απομονωμένοι στην αγρία φύση της ορεινής Ιαπωνίας, μακριά από εγκόσμιους πειρασμούς, ασκούμενοι συνεχώς σε πολεμικές τέχνες και τακτικές. Από τότε βέβαια και μέχρι σήμερα πολύ νερό κύλησε στ’αυλάκι και η Ιαπωνία έχει πλέον μετεξελιχθεί σε μια χώρα με κυρίαρχη παγκόσμια βαριά βιομηχανία, στη δε κοινωνία της απαντάται ένα περίεργο κράμα κοινωνικής δραστηριότητας που χαρακτηρίζεται από πίστη στις παραδόσεις και κοσμοπολίτικο δυτικό τρόπο ζωής.

Σε αυτό τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα απευθύνεται η ΚΙRΙΝ. Την αγόρασα από κάβα του Περιστερίου στην τιμή του 1,20€ και με περίμενε καρτερικά επί μια εβδομάδα στο ψυγείο. Βρήκα την ευκαιρία να την απολαύσω όχι με sushi ιαπωνικό αλλά με το sushi του Ελληνα, το κλασικό σουβλάκι. Η ΚΙRΙΝ είναι η περίπτωση μπύρας που ταιριάζει με σχεδόν κάθε φαγητό και αυτό είναι που την χαρακτηρίζει θετικά αλλά και αρνητικά. Δεν έχει χαρακτήρα δικό της, είναι συμβατική, δίχως να γαργαλάει τον ουρανίσκο ιδιαίτερα.

Ποιοτικά είναι πολύ καλύτερη από τις μπύρες της Αθηναϊκής, οι οποίες ούτως η άλλως είναι μέτριες, και ειδικά τώρα το καλοκαίρι λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών κατά τη μεταφορά, των κακών συνθηκών συντήρησης, καθώς και λόγω της υπερβολικής ζήτησης που υπερκαλύπτει τη δυνατότητα παραγωγής, είναι ακόμα χειρότερες.

Η ΚΙRΙΝ είναι μια μπύρα δροσερή, ευχάριστη στη γεύση, απαλή και σχεδόν γλυκιά. Θα μπορούσε να συνοδεύει ψαρομεζεδάκι αλλά και μπριζολίτσα στα κάρβουνα εξίσου όμορφα. Οι εντυπώσεις μου είναι λοιπόν θετικές, αλλά μέχρι εκεί. Τη συνιστώ για το καλοκαίρι, αν μπορέσετε να την εντοπίσετε, πράγμα σχετικά δύσκολο, αλλά μην αναμένετε να εντυπωσιαστείτε. Αν είστε αρνητικά προκατειλημμένοι, θα σας ξαφνιάσει ευχάριστα, αν πάλι περιμένετε να εντυπωσιαστείτε, λυπάμαι αλλά καλύτερα να επιλέξετε κάποια άλλη ετικέτα.

Τρίτη, Ιουλίου 17

Μπύρα και ημερομηνία λήξης

Αφόρμη να ασχοληθώ με το ζήτημα της ληγμένης μπύρας στάθηκε πρόσφατη εμπειρία μου σε καφέ στην παραλία της Γλυφάδας που φέρει το όνομα μεγάλου Κινέζου επαναστάτη – ηγέτη.

Το συγκεκριμένο μαγαζί είναι προτιμητέος παραθαλάσιος προορισμός καθώς έχει στην κάβα του 2-3 μπύρες που πίνονται. Ανάμεσα σ’ αυτές και η Hoegaarden , η γνωστή witbier που τραβιέται εύκολα το καλοκαίρι και την οποία επέλεξα δίχως δεύτερη σκέψη. Δυστυχώς, όμως, αφού την κατέβασα, κοιτάζοντας κατά τύχη στο μπουκάλι, διαπίστωσα ότι η ημερομηνία λήξης ήταν 10/2006, εννέα μήνες πιο πίσω δηλαδή.

Το τι συμβαίνει με την ημερομηνία λήξης σε μια μπύρα δεν είναι τόσο ξεκάθαρο όπως π.χ. με το γάλα, το γιαούρτι ή άλλα συσκευασμένα προϊόντα. Το σίγουρο είναι ότι οι περισσότερες ετικέτες φέρουν ημερομηνία λήξης και με βάση αυτή τη λογική σημαίνει ότι από κάποιο χρονικό σημείο και έπειτα χάνουν την ποιότητά τους ή γίνονται επικίνδυνες για την υγεία μας ή και τα δύο ταυτόχρονα. Κάποιες άλλες, κυρίως στις ΗΠΑ, έχουν την ημερομηνία λήξης κωδικοποιημένη, ώστε να μην είναι εύκολο στον καταναλωτή να την αποκωδικοποιήσει.

Η επιστήμη λέει ότι η μπύρα είναι ένα προϊόν που ανήκει στα τρόφιμα, οπότε αλλοιώνεται με το πέρασμα του χρόνου: Βακτήρια, φως και άλλα στοιχεία της ατμόσφαιρας την αλλοιώνουν. Ακούγεται λογικό, γι’ αυτό και η μεγάλη πλειοψηφία των ζυθοποιών τις φιλτράρει και τις παστεριώνει, ώστε να αντέξουν μέσα στα καφάσια και πάνω στα ράφια.*

Από την άλλη, αντιτάσσεται η εμπειρική προσέγγιση του ζητήματος που εστιάζεται σε δύο κυρίως σημεία: α) ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν πάθει κάτι από ληγμένη μπύρα και β) αν η γεύση μιας ληγμένης είναι η ίδια γνωστή, απαράλλαχτη γεύση της, τότε δεν συντρέχει κανένας κίνδυνος.

To Greeks for Beer δεν θα προτρέψει ποτέ κάποιον να πιει εν γνώσει του μια ληγμένη μπύρα. Είναι φυσιολογικό να προτιμήσει κάποια άλλη, μη ληγμένη. Πέραν τούτου, όμως, θεωρεί ότι, αν η πρώτη γουλιά, η μυρωδιά και ο αφρός είναι εντάξει και μας θυμίζουν το ποτό που έχουμε συνηθίσει να πίνουμε, τότε ό,τι και αν αναγράφεται ως ημερομηνία λήξης, είναι απίθανο να μας κάνει κακό.

Ως εκ τούτου, οι μυημένοι στα μυστικά του θείου ποτού δύνανται να χρησιμοποιήσουν την εμπειρία τους και να κρίνουν αν πρέπει να πιουν αυτό που έχουν μπροστά τους. Όσοι πάλι είναι λιγότερο «γυμνασμένοι», καλύτερα να το αποφύγουν.

Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι υπάρχουν άλλοι παράγοντες -που εμφανίζονται πιο συχνά και είναι πιο επικίνδυνοι από την παρελθούσα ημερομηνία λήξης- οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα της μπύρας. Είναι η κακή φύλαξη – συνθήκες μεταφοράς με έκθεση στον ήλιο ή σε άλλους φθοροποιούς παράγοντες, όπως και η κακή εμφιάλωση που έχουν ως αποτέλεσμα αυτό που εμείς εδώ αποκάλουμε «τζούφια» μπύρα, συμπυκνώνοντας σε μια λέξη το φαινόμενο της αλλοιωμένη γεύσης και του αρώματος που αντιλαμβανόμαστε με το άνοιγμα ενός μπουκαλιού.


Στη δική μου περίπτωση, η Hoegaarden, αν και ληγμένη εδώ και 9 μήνες, μου φάνηκε όπως πάντα. Είχε τον συνηθισμένο αφρό, το άρωμα, τη φρεσκάδα και τη δροσερή γεύση που έχω συνηθίσει, οπότε δεν με κατέλαβε τρόμος όταν είδα την ημερομηνία. Θεώρησα βεβαίως σωστό να το επισημάνω στο προσωπικό, κυρίως για να αποσπάσω το νεροπότηρο της Hoegaarden ως αποζημιωτικό αντίτιμο ψυχικής οδύνης, πράγμα που πέτυχα. Εντάξει, δεν είναι κανένα όμορφο ποτήρι, αλλά ήταν ένα από αυτά που δεν είχα στη μικρή συλλογή μου...

Από 'κει και πέρα ας διερευνήσουν αν φταίει η Αθηναϊκή Ζυθοποιία
που εισάγει την Hoegaarden στην Ελλάδα, ή το μαγαζί που ανήκει στην επιστασία πρώην προέδρου μεγάλης ΠΑΕ, με την οποία έχει κατακτήσει και το πρωτάθλημα...

*Υπάρχει βέβαια στην Ευρώπη και η κατηγορία των μπυρών παλαίωσης. Είναι οι μη πατεριωμένες και φιλτραρισμένες, που αφήνουν τη μαγιά να δράσει με το πέρασμα του χρόνου και να δώσει περίπλοκη γεύση, εμποδίζοντας την οξείδωση καθώς διασπάται στο μπουκάλι. Συνήθως οι «ζωντανές-εξελισσόμενες μπύρες» κυκλοφορούν σε φιάλες 750 ml, όμως όσο πιο μεγάλο είναι το μπουκάλι (1,5 ή 3 λίτρα) τόσο μεγαλύτερο χώρο δράσης έχει το ίζημα για να αφήσει εκεί τη σφραγίδα του. Διά τούτο διατηρώ και μια Corsedonk Pater τρίλιτρη εν τόπω σκιερώ δίχως να την ενοχλώ...

Τρίτη, Ιουλίου 10

Grand Place ερχόμαστε!


Τα εισιτήρια έχουν έλθει στα χέρια μας, το ξενοδοχείο έχει κλείσει και οι άδειες έχουν κανονιστεί. Το τριήμερο 31/8 -2/9 θα βρεθούμε στην καρδιά της μπυροπρωτεύουσας της Ευρώπης όπου θα λάβει χώρα μια διοργάνωση για σκληροπυρηνικούς του θείου ποτού.

Το 9ο Beer Weekend δεν είναι ένα απλό φεστιβάλ (κατά τον ατυχέστατο ελληνικό όρο) μια γιορτή, ή μια έκθεση μπύρας. Είναι όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω.

Στο http://www.weekenddelabiere.be γίνεται η πλήρης περιγραφή όλων όσων θα διαδραματιστούν στην κεντρική πλατεία των Βρυξελλων.



Τιμώμενος όπως κάθε χρόνο είναι ο Άγιος Αρνόλδος, προστάτης της μπύρας για το Βέλγιο, όπερ σημαίνει ότι ένα πλούσιο τελετουργικό προς τιμήν του θα σημάνει την έναρξη του τριημέρου. Ο Άγιος Αρνόλδος καθιερώθηκε ως ο προστάτης της μπύρας, καθώς την περίοδο μια μεγάλης επιδημίας χολέρας, τον 10ο αιώνα, ευλόγησε ένα βαρέλι μπύρας συμβολικά για να πίνει ο κόσμος αντί νερού. Γρήγορα η πόση της μπύρας άρχισε να εμποδίζει την εξάπλωση της επιδημίας και η ασθένεια εξαλείφθηκε. Ο Αρνόλδος προφανώς είχε τη διορατικότητα να αντιληφθεί ότι το νερό ήταν υπεύθυνο για τη μετάδωση της ασθένειας... Το αποτέλεσμα πάντως είναι σήμερα δικαιωματικά να θεωρείται ο Άγιος της μπύρας. Προσκυνούμε τη χάρη του...

Πέρα βέβαια από τη θρησκευτική-ιστορική πτυχή, το τριήμερο αυτό στην Grand Place έχει σίγουρα και την ηδονιστική διάστασή του για το Greeks for Beer. Οι παραγωγοί που θα λάβουν μέρος είναι καμιά 30άρια, αλλά οι ετικέτες είναι πάνω από 100 και αντιπροσωπεύουν την αφρόκρεμα της χώρας. Το πιο ωραίο είναι ότι οι 6 Βέλγοι τραπιστές θα είναι εκεί (συμπεριλαμβανομένου και του St. Sixtus, στο σταντ του οποίου φαντάζομαι θα γίνει σφαγή), όχι όμως και ο θεωρούμενος ως έβδομος, εκείνος ο Ολλανδός...

Ακόμα πιο ελκυστική ακούγεται η υπόσχεση ότι βαρελίσιες μπύρες θα υπερισχύουν αριθμητικά των εμφιαλωμένων. Για πρώτη φορά θα έχουμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε βαρελίσια Malheur, La Chouffe, Maredsous, Bush, Kasteel, Petrus κ.ο.κ., ενώ οι τιμές, όπως διατείνονται οι διοργανωτές, θα είναι «δημοκρατικές». Καταλαβαίνετε ότι στο γυρισμό θα ζυγίζουμε λίγο παραπάνω...

Στόχος μας δεν είναι όμως μόνο η τέρψη. Ελπίζουμε ότι θα μαζέψουμε πλούσιο και σημαντικό οπτικοακουστικό υλικό για ετούτο το μπυρολόγιο, ώστε να μεταφέρουμε στους θαμώνες την ατμόσφαιρα, αλλά και χρήσιμες πληροφορίες.

Παρασκευή, Ιουλίου 6

H κακή μπύρα του καλοκαιριού: Bavaria Pilsener


Ώρα 10:20 μ.μ. Οι κάβες της περιοχής έχουν κλείσει, τα σούπερ μάρκετ το ίδιο.
Όλα; Όχι τελικά. Ένα σούπερ μάρκετ που φέρει την ίδια επωνυμία με γνωστή μεγάλη αλυσίδα δεν είναι. Εισέρχομαι σ' αυτό με λίγες ελπίδες ότι θα βρω μια αξιοπρεπή μπύρα. Τελικά ως εκ θαύματος βρίσκω μια σκονισμένη Vondel για να μην περάσω ξεροσφύρι την επίσκεψη που πήγαινα.
Παραδίπλα έχει στα ράφια ένα σωρό κακές μπύρες. Ανάμεσα σ' αυτές βρήκα και ένα κουτάκι Bavaria των 500 ml. Δεν την είχα δοκιμάσει ποτέ μου. Πόσο κακή μπορεί να ήταν; Την αγόρασα λοιπόν με κάτι λιγότερο από ένα ευρώ. Τζάμπα πράγμα... Γράφει και ένα τσιτάτο "anno 1739" πάνω που όσο να' ναι εξιτάρει...
Αυτή η μπύρα έμελλε τελικά να είναι η έμπνευσή μας για την καθιέρωση στο μπυρολόγιο της "Κακής μπύρας του τριμήνου". Για το καλοκαίρι λοιπόν η "κακή μπύρα" είναι η Bavaria Pilsener, ένα ακόμα υποπροϊόν ολλανδικής προέλευσης από τα τόσα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Για όσους θέλουν να γευθούν το θείο ποτό, λυπάμαι, θα απογοητευτούν αν τη δοκιμάσουν.
Για όσους θέλουν πάλι απλά να ξεδιψάσουν, το νερό της βρύσης είναι μάλλον πιο ποιοτικό και δεν έχει τη "φτηνή" μυρωδιά της Bavaria. Όσο για τη γεύση της, η τραχύτητά της δυσκολεύει πολύ τον ουρανίσκο και την "κολλάει" πριν φτάσει στο λαρύγγι. Κάθολου drinkability...
Έχει βέβαια κι ένα θετικό στοιχείο: Ότι τώρα που η Τροχαία έχει αναχθεί σε εισπρακτική υπηρεσία με τα δυσβάσταχτα πρόστιμα που επιβάλλει, η Bavaria μπορεί να σας σώσει. Έχει 4,8% αλκοόλ και είναι τόσο ποιοτική, που πρέπει να το λέει η καρδούλα σου για να αντέξεις να πιείς και δεύτερη...

Υ.Γ. Επειδή καλό είναι να προειδοποιούμε για τις κακές μπύρες, αλλά ακόμα καλύτερο είναι να εξάρουμε την ποιότητα των καλών, τα μέλη του Greeks For Beer έχουμε αποφασίσει να καθιερώσουμε και τη "Μπύρα του Μήνα". Αναμείνατε λοιπόν την μπύρα του μηνός Ιουλίου...

Τετάρτη, Ιουλίου 4

Η (λειτουργική) αξία του ποτηριού

Μας έχει τύχει πολλάκις, όταν βρισκόμαστε σε ένα μαγαζί και παραγγέλνουμε τη μπύρα μας, να διαπιστώνουμε κατά το σερβίρισμα ότι αυτή δεν συνοδεύεται από το ποτήρι της. Το φαινόμενο είναι συνηθισμένο στην Ελλάδα και συμβαίνει σε πολύ μικρότερη συχνότητα στη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ολλανδία. Εν Ελλάδι υπεύθυνο είναι το έλειμμα μπυροκουλτούρας που οδηγεί στη χονδροειδή αντιμετώπιση του ευλογημένου ποτού, ενώ στας Ευρώπας, όπου τα μπυρομάγαζα είναι συνήθως εμποτισμένα με το ιδεώδες της μπύρας ή έστω με επαγγελματισμό, όταν συμβαίνει τέτοιο παράπτωμα είναι εν γνώσει του καταστήματος και οφείλεται συνήθως στην υπερκατανάλωση μιας ετικέτας που εξαντλεί τα αποθέματα των διαθέσιμων ποτηριών.

Μερικοί βέβαια ίσως να σπεύσουν ευκόλως να μας κατηγορήσουν ως ελιτιστές ή ότι «ψειρίζουμε» τα πράγματα χωρίς λόγο. Σ’ αυτούς λοιπόν που υποστηρίζουν ότι το ποτήρι είναι απλό συνοδευτικό της μπύρας χωρίς ιδιαίτερο ρόλο και μέρος του μάρκετινγκ των παραγωγών εταιρειών, οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές ότι πλανώνται πλάνην οικτράν.

Για παράδειγμα, ίσως οι Βέλγοι να είναι τυπολάτρες και να τους αρέσει το εφέ της εκλεπτυσμένης σημειολογίας του θείου ποτού, όμως είναι ξεκάθαρο ότι το σχήμα και το μέγεθος του ποτηριού έχουν λειτουργικό ρόλο, ο οποίος διαφέρει ανάλογα με το είδος της μπύρας, ή ακόμα και την υποκατηγορία της. Ως εκ τούτου, υπάρχουν ποτήρια που αναδεικνύουν τον αφρό ή το άρωμα της μπύρας, ανάλογα με το ποιο θεωρείται το δυνατό τους σημείο.

Στη Βαυαρία πάλι, δεν νομίζω ότι κάποιος θα τολμήσει ποτέ να πιεί weissbier σε ποτήρι διαφορετικό από το κατ’ εξοχήν ποτήρι weiss, το μακρόστενο δηλαδή ψηλό ποτήρι που είναι στενό χαμηλά και ανοίγει καμπόσο μετά τη μέση του. Αν πράξει τέτοιο σφάλμα, δεν θα έχει προσβαλει μόνο τη γερμανική παράδοση, αλλά θα έχει χάσει και την απόλαυση της weiss του, που είναι φτιαγμένη ώστε να χωράει ακριβώς στο ποτήρι και να αναδεικνύει τον αφρό που παράγεται από το κατακάθι μετά την ανακίνηση των τελευταίων ml του μπουκαλιού.

Είναι αποδεδειγμένο λοιπόν ότι η μόστρα ευθύνεται λιγότερο για την ποικιλομορφία των ποτηριών απ’ όσο η ανάγκη για ένα χρηστικό μέσο που θα αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες μιας ετικέτας. Για το λόγο αυτό είναι ανάγκη να είμαστε απόλυτοι και να απαιτούμε κάθε μπύρα με το δικό της ποτήρι και όχι αντ’ αυτού νεροπότηρα, κρασοπότηρα ή άλλα άσχετα από διαφορετικές εταιρείες που μας τα πασάρουν γιατί βρίσκονται πρόχειρα.

Εντάξει, σε περίπτωση που υπάρχει υπερκατανάλωση μιας μάρκας, είναι λογικό το μαγαζί να μη δύναται να μας δώσει σε εκείνο το χρονικό σημείο το ποτήρι της. Εκεί ακριβώς, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, έγκειται και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του μαγαζάτορα-γνώστη και του αμύητου στη μπυροκουλτούρα. Ο κατέχων το «άθλημα» θα μας φέρει ένα ομοειδές, π.χ. αντί για το ποτήρι της Achel, θα σερβίρει αυτό της Rochefort *, που είναι σχεδόν το ίδιο –τραπιστικές γαρ και οι δύο- και η μπύρα δεν θα χάσει καθόλου από τη γεύση αλλά και το ίματζ της. Από την άλλη, ο αγρόν αγοράζων είναι ικανός να φέρει ακόμα και Duralex

Ετούτο εδώ το μπυρολόγιο έχει ξεκινήσει το δικό του αγώνα, την προσπάθεια να φύτεψει τους σπόρους της μπυροκουλτούρας, γι’ αυτό και θα στέκεται σε τέτοιες λεπτομέρειες, όπως το θέμα των ποτηριών. Με κίνδυνο να μας πουν ψώνια, να περιθωριοποιηθούμε κατ’ ουσίαν απλά και μόνο γιατί λατρεύουμε όλη αυτή την ιεροτελεστία και δεν θέλουμε να χάνουμε ούτε ένα ml απόλαυσης, δεν διστάζουμε να ζητάμε κάθε φορά το αντίστοιχο μπυροπότηρο. Το αυτό προτρέπουμε να πράττουν και όσους διαβάζουν ετούτες τις γραμμές, αντιλαμβανόμενοι την αξία της μύησης στη μπυροκουλτούρα.

Υ.Γ. Για τα ποτήρια που ταιριάζουν σε κάθε είδος μπύρας , αξίζει μια ματιά εδώ

* Η Rochefort έχει δύο διαφορετικά ποτήρια, το ένα της φωτογραφίας και ένα άλλο ομοιάζον με δισκοπότηρο