Φτηνά τα εισιτήρια, μπουκάρουμε και τραβάω κατευθείαν στα γερμανικά κιόσκια, παουλάνερ, βάιχενστεφάν, χοφμπρόιεράι μύνχεν. Ο πρώτος κινέζος τραγουδιστής τραγουδά μανδαρίνικη ποπ με πάθος, φορά μαύρο φανελάκι και δείχνει δημοφιλής. Ο τοπικός αστήρ παραδίδει σκυτάλη σε έναν αφρικάνο που λέει διάφορα και αρχίζει τα κόλπα με δαδιά και με φωτιές. Φρικάρουνε οι κινεζοπούλες και πιάνουν τις τσιρίδες, μωρά κλαίνε και κατουράνε σε νερολακούβες, εγώ κατεβάζω τις μπύρες μου μακάριος, τους γύρω μου τους έχει κόψει πείνα άσχημη και μαζεύουνε χταπόδια κι αρνίσια σουβλάκια και μύδια αχνιστά – βαθμός συσχετισμού μπύρας/φαγητού= 0. Το οικογενειακό πρόγραμμα συνεχίζεται, κινέζες με κόκκινα πέπλα και φλουριά να ντιντινίζουν ανεβαίνουν στη σκηνή – χριστέ μου, τι ακριβώς προσπαθούν να κάνουν, πασαρέλα, χορογραφία, στριπτίζ; Βρεμένος μέχρι το κόκαλο αρχίζω να τουρτουρίζω, το κεφάλι μου βαραίνει, και γω, μια ζωή στην άρνηση, παραγγέλνω άλλο ένα ποτήρι μπύρα και ανάβω τσιγάρο.
Η σκηνή έχει τιγκάρει, η βροχή συνεχίζει να πίπτει στρέιτ θρου, οι κινέζικες φάτσες έχουν πάρει να φωσφορίζουν και να ιριδίζουν από τα αλκοόλια και γω την κάνω για το κιόσκι παραδίπλα. Εδώ έχουν όντως κανονικότατη πασαρέλα, έχουνε ανεβάσει πανώ να διαφημίσουν το ακουάριουμ της πόλης, οι κόρες ποζάρουν με τις βραδινές τουαλέτες, οι ντόπιοι φοράνε απίθανα πουκάμισα κι ο σερβιτόρος φορά κιλτ.
[ ξαναδιαβάστε την τελευταία πρόταση μέχρι να αφομοιώσετε τη βαλχαλική σουρρεάλ μεγαλοσύνη του θεάματος. Κιλτ. Ναι, κιλτ. Γιατί όχι; ]
Μέχρι να βγει ο σαξοφωνίστας έχουμε κουρουμπελιαστεί κανονικότατα και με πιάνουν τα γέλια όταν ένας μεθυσμένος τυπάς με κερνά μπύρα, μου βουτάει ένα τσιγάρο και μου δίνει μια ντομάτα με ευχές για καλή ζωή και ευτυχία. Ποζάρουμε χαμογελαστοί, χειραψία, ξανακαθόμαστε. Και όλα αυτά, όλη αυτή η συμπυκνωμένη ευτυχία δεν είναι παρά το προοίμιο μέχρι να πάμε στην πελώρια σκεπαστή κατασκευή του ντόπιου ζυθοπαρασκευαστή και να αρχίσω να παραγγέλνω πλαστικούς κουβάδες γεμάτους φρέσκια τσινγκντάο και να βλέπω κόρες να ανεβαίνουν σε τραπέζια και τύπισσες να χορεύουν σε κλουβιά και λαμπάκια και ρεκλάμες να φωτίζουν ιδεογράμματα – νομίζω ότι βρίσκομαι στην Ελλάδα του 1966, ο Μάο μόλις έχει κατακτήσει τη στερεά και ξεκινά πολιτιστική επανάσταση με τη Δέσποινα Βανδή να ηγείται των Ερυθροφρουρών.
Φεύγουμε μουσκίδι και πάλι, τα σύννεφα δε λένε να κλείσουν, οι κινέζοι ταρίφες τσουλάνε με πρώτη μέχρι να ακούσουν τη μεγαλύτερη τιμή κι ύστερα σταματάνε κι ανοίγουν πόρτες – διαδρομή πλειστηριασμός με το στεγνό κώλο μας δημοπρασία. Φωνάζω τα διπλάσια απότι πρέπει, ο τύπος σταματά, γυρίζω στον ξενώνα και στο μπαρ του πίνω μπύρες με τιμές 1903, 20 σεντς το ημίλιτρο..
Κάποια στιγμή κοιμόμαστε, κάποια στιγμή ξυπνάμε, μασουλάω μισοψημμένο μπέικον και πίνω φτηνό καφέ, πιάνω τα πλακόστρωτα και ξέσκουρα εκκλησιές και ανηφόρες, μέχρι που καταλήγω στο Καφέ Ρολάν, μπροστά στην Παραλία Νούμερο 3, στα όρια του πανταγκουάν, τις γερμανικής τεχνοτροπίας βίλλες. Μαρέσει η μπύρα του Μονάχου, αράζω, ανοίγει ο καιρός, βγαίνει ο ήλιος και για άλλη μια φορά, αγκαλιάζει το βλέμμα μου θάλασσα κι ουρανοξύστες, φυσάω τον καπνό μου κάθετα και χαμογελάω.
Έξι εφτά μπύρες αργότερα πάμε για φαί, φυσικά σε γερμανικό, ανάμεσα σε σνίτσελ και λουκάνικα κατεβάζω μπίτμπουργκερ και μαύρες βαυαρέζικες, με θολωμένα μάτια κοιτάζοντας ρολόγια προκρίνω πως είναι ώρα να πάμε για λίγες τελευταίες σε ένα ηρωικό τζαζ μπαρ που μανάτζαρε ένας φίλος μου πριν από χρόνια, όπως και κάνουμε, και ρίχνουμε ντόπιες και γκίνες στα λαρύγγια μας. Δέκα λεπτά πριν φύγει το αεροπλάνο, τραμπαλιζόμενοι κάτω από σακιά στους ώμους, διασχίζουμε το τέρμιναλ – σε πόσα εκατομμύρια μέρη να κατουρήσουμε πριν ρίξει ο θεός τις απαντήσεις στις χούφτες μας;